Με πλοία που εμπορεύονταν τον οψιδιανό και διέσχιζαν το Αιγαίο από την απώτατη Νεολιθική εποχή, με παράκτιες εγκαταστάσεις, με τα λεηλατημένα της καλλιτεχνήματα να φυγαδεύονται με καράβια, η Ελλάδα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο ενάλιο αρχαιολογικό πλούτο. Από το βυθό ανασύρθηκαν αριστουργήματα όπως ο Ποσειδών του Αρτεμισίου, ο Έφηβος των Αντικυθήρων, το Παιδί του Μαραθώνα, ο «Τζόκεϋ» με το άλογο, οι Πολεμιστές του Ριάτσε, ο Έφηβος – Αθλητής του Λύσιππου (στο Μουσείο Getty). Σε αποθήκη του Πειραιά παρέμειναν ο Απόλλων, η Αθηνά και η Άρτεμις όταν ματαιώθηκε το ταξίδι τους. Το ένα αντικείμενο της υποβρύχιας αρχαιολογίας είναι η εξερεύνηση κτισμάτων κατά μήκος των ακτών (μόλοι και προκυμαίες, μεμονωμένα κτίσματα, λείψανα πόλεων και οικισμών) που σήμερα έχει σκεπάσει η θάλασσα. Το άλλο είναι η εξερεύνηση των ναυαγίων. Στην Ελλάδα, έχουν επισημανθεί 700 περίπου σημεία του βυθού που περικλείουν αρχαία. Τον εντοπισμό ενός ναυαγίου συνδράμει η σύγχρονη τεχνολογία, ιδιαίτερα η ηχοβολιστική συσκευή SONAR. Ακολουθούν η αναγνώριση, η τοπογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση, η λεπτομερής φωτογράφιση και κινηματογράφηση, η έρευνα σε βάθος και η συντήρηση. Τα αντικείμενα της υποβρύχιας αρχαιολογίας απειλούνται από τις σύγχρονες επεμβάσεις στις ακτές και τους βυθούς και από τους αρχαιοκάπηλους που διαλύουν το «κλειστό σύνολο» που είναι ένα ναυάγιο. Η Ελλάδα πρωτοπόρησε παγκόσμια όταν στις 22 Μαΐου 1834 ανέθεσε στο κράτος τη φροντίδα της αναζήτησης των ενάλιων αρχαίων. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει άλλη νομοθετική ρύθμιση. Η Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων από το 1976, έτος ίδρυσής της, ασχολήθηκε με έργα υποδομής για την πραγματοποίηση των υποβρύχιων αρχαιολογικών ερευνών για τις οποίες ετοιμάζει από το 1982 μεγάλο κέντρο στο φρούριο της Πύλου.