Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι αρχαιολόγοι εστίαζαν στην αναπαράσταση και ερμηνεία των στοιχείων που συνθέτουν έναν «πολιτισμό». Η «δημοκρατική» αρχαία Ελλάδα αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο πολιτισμικό πρότυπο και η αναζήτησή της καθιερώνεται τον 19ο αιώνα ως το κατεξοχήν αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αρχαιολογικές ανησυχίες στρέφονται προς την κατανόηση και ερμηνεία ιστορικών διαδικασιών, αναζητώντας τα αίτια και όχι πια μόνο τα αποτελέσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Οι νέες εξελίξεις έρχονται σε έντονη αντίθεση προς την παραδοσιακή αρχαιολογική πολιτική στην Ελλάδα που, θεμελιωμένη μέσα στο κλίμα του ρομαντικού κλασικισμού, προσφέρει τότε το ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα ότι οι Νεοέλληνες είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων. Κύριο μέλημα της πολιτείας ήταν η διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Το θέμα της σε βάθος μελέτης της αρχαιότητας δεν θεωρήθηκε εξίσου επιτακτικό καθώς, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η «ρεαλιστική» αντίληψη ότι η σχετική μελέτη γινόταν ούτως ή άλλως στο εξωτερικό.
Αυτή την αντίληψη απηχεί η παραδοσιακή πλέον θέση της πολιτείας, ότι ο ρόλος της διδασκαλίας της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι η διεύρυνση της σχετικής γνώσης αλλά η μεταφορά ενός ήδη παρασκευασμένου προϊόντος. Το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, οργανωμένο σύμφωνα με την εκπαιδευτική φιλοσοφία του αρμόδιου υπουργείου, δεν είναι σε θέση να καλύψει μόνο του τις «σύγχρονες επιστημονικές ανάγκες» της κλασικής αρχαιολογίας, υποβιβασμένης στο επίπεδο της πατριδογνωσίας. Δεν έχει καν γίνει συνειδητό ότι η ελληνική αρχαιολογία είναι ένα πολύ μικρό τμήμα της επιστήμης της αρχαιολογίας, ενώ η πολιτεία συνεχίζει να επενδύει το μέγιστο τμήμα των δραστηριοτήτων των αρχαιολογικών τμημάτων στην εκπαίδευση υποψηφίων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης.