Πολλές αναβιώσεις αρχαίου δράματος τείνουν να επιβάλουν στα έργα ένα ιδεολογικό ή αισθητικό εποικοδόμημα που, όσο ευφάνταστο και πειστικό κι αν είναι, συνήθως δεν συνάδει με την καθαρή δομή της αρχαίας τραγωδίας (πάροδος, χορικά, επεισόδια). Δομή που αντανακλά την τυπική διαρρύθμιση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου (ορχήστρα, πάροδοι, λογείο, ημικυκλικό θέατρο) και που παίζει κρίσιμο ρόλο στη γενική οικονομία της θεατρικής πράξης και στη διαμόρφωση της σχέσης θεατής-ηθοποιός-έργο.
Δύο σχετικά πρόσφατες παραστάσεις το 1984 στο Ηρώδειο, η Μήδεια του γιαπωνέζικου θιάσου Τόχο και ο Ιππόλυτος του Εθνικού Θεάτρου, υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Ο θρίαμβος της Μήδειας δεν οφείλεται μόνο στους καταπληκτικούς ηθοποιούς αλλά και στο ότι το ανέβασμα είχε προσαρμοστεί στις ειδικές απαιτήσεις του θεάτρου. Αποτέλεσμα: η σκηνική δράση, με ανεμπόδιστη όλη τη δύναμη που εκπέμπει, συνέδεσε τους ηθοποιούς με το κοινό με μια αμεσότητα που έσπασε το φράγμα της γλώσσας.
Σε αντίθεση, το ανέβασμα του Ιππόλυτου προφανώς αγνόησε τα δομικά χαρακτηριστικά τόσο του θεάτρου όσο και του έργου. Ένας άλλος θεατρικός χώρος ιδρύθηκε που ύψωσε ένα φράγμα ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό, απομόνωσε τους ηθοποιούς μεταξύ τους και τους απόσπασε τόσο από τα πρόσωπα που υποδύονταν όσο και από τη σκηνική δράση. Το ανέβασμα αγνόησε τις δραματικές επιταγές της τραγωδίας που στηρίζονται στην έντονη αντίθεση ανάμεσα στο πρόσωπο της Φαίδρας και σε εκείνο του Ιππόλυτου. Μια αντίθεση που εκφράζεται και μέσα από το μοίρασμα του σκηνικού χώρου σε εσωτερικό και εξωτερικό: το ανάκτορο-φυλακή της Φαίδρας και ο φαινομενικά απεριόριστος τομέας δράσης του Ιππόλυτου.