Η μελέτη αφορά κτίριο που χτίστηκε περίπου το 1900, αποτελεί νεότερο μνημείο, ενώ έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης. Η θέση του, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, αποτελεί τμήμα του ευρύτερου αστικού κέντρου της πόλης και έναν από τους πιο αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πυκνοδομημένη περιοχή σήμερα, που οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι κατοικείται συστηματικά επί Τουρκοκρατίας.
Το κτίσμα αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ισόγειο, πρώτος και δεύτερος όροφος) και στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου υπάρχει διαμορφωμένος αύλειος χώρος. Το ισόγειο είναι μικτής χρήσης, κατοικία και αποθήκες (παλαιότερα καταστήματα). Καθένας από τους δύο ορόφους αποτελεί και ξεχωριστό διαμέρισμα-κατοικία. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου δεν πηγάζουν μόνο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των κτιρίων στην Άνω Πόλη, αλλά και από το νεοκλασικισμό. Το εξωτερικό του κτιρίου είναι αρχιτεκτονικά από τα πιο ενδιαφέροντα στην Άνω Πόλη με την ύπαρξη του διπλού σαχνισιού να εντυπωσιάζει στην κύρια όψη. Η πλάγια όψη χαρακτηρίζεται από έντονη διακοσμητική διάθεση. Αντίθετα με το εξωτερικό, το εσωτερικό του κτιρίου παραξενεύει με τη λιτότητά του.
Κατασκευαστικά και ως προς τον κατακόρυφο άξονα, το κτίριο αποτελείται από φέρουσα τοιχοποιία (συνδυασμός λιθοδομής, τοίχων από τσιμεντόλιθους και τσατμά), ενώ ως προς τον οριζόντιο άξονα ο φέρων οργανισμός μορφώνεται από ξύλινες ή σύνθετες δοκούς. Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κτιρίου αφορά το δομικό του οργανισμό. Πρόκειται για την απόκλισή του από την κατακόρυφο, γεγονός που συνεπάγεται μια σειρά προβλημάτων (απομάκρυνση των εγκάρσιων τοίχων, παραμόρφωση ανοιγμάτων). Η χρήση του κτιρίου προτείνεται να διατηρηθεί. Έτσι, εφόσον αντιμετωπιστούν όλα τα δομικά και αισθητικά του προβλήματα, θα εξασφαλιστεί η παράταση ζωής ενός κτιρίου και ως μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά και ως βιώσιμος χώρος, που αποτελούσε άλλωστε και τον πρωταρχικό του στόχο.