Η Χάρτα της Βενετίας (1964) και η Σύμβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης (1985) επεκτείνουν την έννοια του ιστορικού μνημείου στην τοποθεσία που το περιβάλλει. Τα ροδιακά μνημεία που υπάγονται στην αρμοδιότητα της ΚΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου είναι κατασκευασμένα από τον τοπικό πωρόλιθο και αποτελούν προέκταση του περιβάλλοντος χώρου-τοπίου. Τα στοιχεία του τοπίου ανάγονται σε στοιχειώδεις χαρακτήρες των κατασκευαστικών συνόλων. Η επιτηδευμένη σύζευξη του φυσικού κάλλους με την τέχνη ονομάστηκε αργότερα «ελληνιστικό rococo».
Εκτός από τα αλλεπάλληλα επίπεδα που δημιουργούσαν οι απαλές διαβαθμίσεις κατηφορίζοντας από την ακρόπολη ως τη θάλασσα, το «πολιτιστικό περιβάλλον» στην οικολογική του διάσταση συνθέτουν: α) το ρέμα του Ροδινιού, β) οι δενδροφυτευμένες λοφοπλαγιές της περιοχής του Καναμάτ στη νοτιοανατολική παρυφή της σύγχρονης Ρόδου και γ) οι απόκρημνες πλαγιές που ορίζουν τη δυτική παρυφή της αρχαίας ακρόπολης. Στην αρχαία ακρόπολη η χωρορρυθμική διάταξη του μνημειώδους συνόλου, που αποτελούν ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα, το Ωδείο και το αρχαίο Στάδιο, εναρμονίζεται με τη φυσική κλίση της λοφοπλαγιάς. Λαξευμένα σε πωρόλιθο ή πωρόβραχο, το «Πτολεμαίον» στη ζώνη του Ραδινιού, τα υπόγεια Νυμφαία, τα νεκροταφεία του Καρακόνερου και του Άι Γιάννη αναδύονται μέσα από το τοπίο.
Η προστασία της μνημειακής φυσιογνωμίας του τοπίου απαιτεί τη σύνδεση με ευρύτερες πρακτικές της Εφαρμοσμένης Οικολογίας. Απειλείται κυρίως από ένα πολεοδομικό «σχεδιασμό» που, με γνώμονα την οικονομική και τουριστική υπερ-αξιοποίηση των ιδιοκτησιών, δημιουργεί την πυκνή δόμηση. Στην πόλη της Ρόδου, οι μοναδικοί χώροι-πνεύμονες είναι εκείνοι που θεσμοθετήθηκαν ως αρχαιολογικοί χώροι από την εποχή των Ιταλών.