Aλλαγή, εξέλιξη και μετεξέλιξη, εμφάνιση, εξαφάνιση ή επανεμφάνιση, όροι που επανέρχονται σαν επωδός όταν διαβάζουμε τον αρχαιολογικό-πολιτισμικό χρόνο, ιδιαίτερα της προϊστορίας, συστεγάζονται άνετα κάτω από τον γενικευτικό όρο «μεταμόρφωση». Ακολουθώντας, με κάποια παραδείγματα, τη διαδρομή από το αιτιατό στο αίτιο, θα παρακολουθήσουμε την εξελικτική διαδικασία που δημιούργησε την «καλλιτεχνική κοινή».
Ο ψευδόστομος αμφορέας αγγίζει στην Κρήτη τη μαζική παραγωγή και τυποποίηση τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Η συνάρτησή του με το ανακτορικό εμπόριο λαδιού ήταν τόσο στενή ώστε, όταν τα ανακτορικά κέντρα και η συναφής οικονομία κατέρρευσαν, η παραγωγή του άρχισε να φθίνει για να σβήσει οριστικά μετά την πρωτογεωμετρική περίοδο.
Τα μινωικά άωτα κωνικά κύπελλα, ευτελή και μιας χρήσης, εμφανίζουν μια κατακόρυφη εκτίναξη της παραγωγής τους αποκλειστικά κατά τη ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περίοδο. Τα ανασκαφικά δεδομένα τεκμηριώνουν την παρουσία τους στις ομαδικές συνεστιάσεις λατρευτικών πράξεων με κοσμοσυρροή, σαν αυτές που απεικονίζονται σε μικρογραφικές τοιχογραφίες της Κνωσού. Η αισθητή κάμψη της παραγωγής τους είναι συνέπεια της αποσύνδεσής τους από τις λατρευτικές πρακτικές, τις οποίες η εγκατάσταση μιας μυκηναϊκής δυναστείας στο τέλος της ΥΜΙΒ περιόδου δεν θα άφησε ανεπηρέαστες.
Τα αγγεία γοήτρου αποκαλύπτουν μεταμορφωτικούς παράγοντες που συναρτώνται με την ιδεολογία και τη συμπεριφορά μιας ιεραρχημένης, ανακτορικής κοινωνίας. Ο γραπτός διάκοσμος είναι εκείνος που μεταβάλλει ένα απλό αγγείο σε περιζήτητο είδος πολυτελείας. Στους εξέχοντες ζωγραφικούς ρυθμούς, το φυτικό, το θαλάσσιο, τον ανακτορικό ή το μυκηναϊκό εικονιστικό, οι όποιες μεταμορφώσεις στο θεματολόγιο αντλούν από τη συνεχή εικονογραφική παράδοση που εγκαινίασε ο καμαραϊκός ρυθμός. Στον μυκηναϊκό ρυθμό, την εξαίρεση, οι μυκηναίοι ζωγράφοι αντλούν πρότυπα από τις σύγχρονές τους τοιχογραφίες των «παλαιών» ανακτόρων.
Στις απαρχές της τέχνης των τοιχογραφιών, η φορά των επιδράσεων που, κατά κανόνα, βαίνει από τις τοιχογραφίες προς την κεραμική ανατρέπεται. Στην αιγαιακή τέχνη, η πολυχρωμία που πρωτοεμφανίζεται με τον καμαραϊκό ρυθμό σηματοδοτεί και συνδέει τοιχογραφίες και κεραμική. Η γενετική τους συσχέτιση ενισχύεται από την κοινή εμφάνιση και έκφραση της ίδιας ιδεολογίας στο ίδιο ανακτορικό πλαίσιο.
Στην πορεία της σφραγιδογλυφίας, το νέο προκύπτει μέσα από προσαρμογές και μετεξελίξεις του παλιού. «Υπογραφή» του κατόχου τους, οι σφραγίδες εμφανίζονται στην Κρήτη γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., διευκολύνοντας τις διαδικασίες συναλλαγών. Στην εξελικτική της πορεία η σφραγιδογλυφία αναζητεί όλο και πρακτικότερα σχήματα, όλο και σκληρότερους και εντυπωσιακότερους λίθους ώσπου, από τις αρχές της νεοανακτορικής εποχής, καταλήγει σε δύο σχήματα σφραγίδων, το φακοειδές και το αμυγδαλοειδές. Σε κριτήριο δεξιοτεχνίας αναδεικνύεται η σφραγιστική εικόνα.
Απαιτώντας υψηλού βαθμού τεχνογνωσία, η διάδοση της μεταλλοτεχνίας κατά την 3η χιλιετία π.Χ. επέβαλε την τεχνική εξειδίκευση στο πλαίσιο των πρωτοαστικών κοινωνιών. Η «τεχνική κοινή», που δημιουργήθηκε βαθμιαία σε όλο τον αιγαιακό χώρο, υπήρξε μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της «καλλιτεχνικής κοινής».
Ενδιαφέρουσα περίπτωση μεταμόρφωσης στην παραγωγή τεχνημάτων είναι η μήτρα. Με την πλατιά χρήση της στην κοσμηματοτεχνία κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ., χυτά κοσμήματα κατασκευάζονται σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες. Η τυποποίηση και η μαζικοποίηση της παραγωγής συνέβαλαν στην κατίσχυση της «καλλιτεχνικής κοινής». H δυνατότητα μίμησης του λαμπρού προτύπου κόσμησης που πρόβαλλε η άρχουσα τάξη την έφερε πολύ κοντύτερα στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.