Από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα, η ιστορία της μεταβυζαντινής και νεότερης κεραμικής συνεχίζεται αδιάλειπτα στα βυζαντινά χνάρια της ζωγραφικής και της εγχάραξης (sgraffito), με κύρια χρώματα το πράσινο και το καστανοκίτρινο ή την ώχρα, και με εφυάλωση της διακοσμημένης επιφάνειας. Αυτή η συνέχεια καθιστά δυσδιάκριτες όχι μόνο χρονικές αλλά και τοπικές διαφορές ανάμεσα σε εργαστήρια τόσο απομακρυσμένα όπως η Κύπρος και η Άρτα, η Ρόδος και η Θεσσαλονίκη ή η Θεσσαλία. Ωστόσο, εύκολα διακρίνει κανείς ότι η λεπτεπίλεπτη βυζαντινή τεχνική γίνεται χονδροειδέστερη και τα προτιμώμενα σχήματα του πιάτου, της γαβάθας και του τριφυλλόσχημου μαστραπά φέρουν κοσμήματα που κινούνται ελεύθερα και στην εξωτερική όψη. Παράλληλα, εμφανής είναι η επίδραση από ξένα εργαστήρια: από την Ιταλία έρχονται τα μαγιόλικα κεραμικά, από τη Νίκαια (Ισνίκ) τα «ροδίτικα», ενώ τα κεραμικά της Κιουτάχειας επιζούν ως και στο εργαστήρι «Κιουτάχεια» στην Αθήνα του 20ού αιώνα. Μεγάλη διάδοση από τον 18ο ως τον 20ό αιώνα είχαν και τα κεραμικά του Τσανάκ-καλέ. Στην Αθήνα οι αγγειοπλάστες είχαν στήσει τα εργαστήρια τους στους χώρους της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς και στην Πλάκα, όπου συνέχισαν να δουλεύουν και μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1456. Στα τέλη του 16ου ή στις αρχές του 17ου αιώνα χρονολογούνται κεραμικά που, συνυπάρχοντας με τους άλλους δύο παραδοσιακούς ρυθμούς, μιμούνται τα ιταλικά μαγιόλικα.