Η γυναικεία συμμετοχή στον ευεργετισμό υπήρξε φαινόμενο περιορισμένο στο ελληνόφωνο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απαντά, ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, μόνο στα νησιά του Αιγαίου (με εξαίρεση την Κρήτη και την Εύβοια), στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και στην Κυρηναϊκή. Μετά την κατάρρευση της κλασικής πόλης και την υποβάθμιση των πολιτικών αξιωμάτων σε τιμητικούς τίτλους, την εγκαθίδρυση πελατειακών σχέσεων μεταξύ μονάρχη και πόλης στην ελληνιστική εποχή, οι Ρωμαίοι υποστήριξαν την ευεργεσία ως θεμέλιο λίθο της κοινωνικής ασυμμετρίας. Με την ανοχή τους διατηρήθηκε ως την κατάρρευση του αστικού πολιτισμού από τις καταστροφικές επιδρομές του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα τιμητικά ψηφίσματα, ανάλογα με το φύλο, ο ευεργέτης καλείται «πατέρας», «μητέρα», «υιός», «θυγάτηρ» (της πόλεως ή της βουλής), υποδηλώνοντας την είσοδο της ιδιωτικής ζωής στη δημόσια και την πατερναλιστική σχέση της ελίτ με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η δύναμη έχει συγκεντρωθεί στα χέρια πλούσιων οικογενειών και ευφημισμοί καλύπτουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, και οι γυναίκες μπορούν να σταδιοδρομήσουν ως ευεργέτιδες κατά το παράδειγμα των βασιλισσών της ελληνιστικής εποχής, αποκτώντας τίτλους ασυνήθιστους για το φύλο τους. Ωστόσο, δύο διαφορές τις διακρίνουν από τους άντρες: μπορούν να τιμηθούν μόνο και μόνο επειδή εκπλήρωσαν τις αναπαραγωγικές τους υποχρεώσεις και, στα ψηφίσματα που τις τιμούν, τονίζεται πάντα η αρετή της συζύγου, μητέρας και οικοδέσποινας.