Το Λιμάνι Πασά, εύφορη κοιλάδα ανάμεσα σε λόφους που καταλήγει σε μικρό θαλάσσιο όρμο, βρίσκεται στη νότια άκρη της Λαυρεωτικής. Στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια υπήρχε εκτεταμένος οικισμός και σημαντικό λιμάνι. Τεράστιοι σωροί αρχαίας σκουριάς μαρτυρούν την απασχόληση των κατοίκων στα μεταλλεία αργύρου και μολυβδούχου αργύρου. Σε κτηριακό συγκρότημα που χρησιμοποιήθηκε αδιάκοπα τουλάχιστον από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. ως και τον 1ο αιώνα μ.Χ., βρέθηκε εγχάρακτη μαρμάρινη πλάκα. Με το κέντρο βάρους της συμπίπτει διαμπερής οπή, γεμισμένη με μάζα μολύβδου που προεξέχει από την πίσω πλευρά δηλώνοντας ότι η πλάκα ήταν στερεωμένη με μολύβδινο βύσμα σε τοίχο κατακόρυφο. Δυο σειρές από επτά συμβολογράμματα έχουν χαραχτεί στοιχηδόν. Τα σύμβολα έχουν τη μορφή γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου. Τα δύο πρώτα γράμματα κάθε στίχου, δύο Ε και δύο Α αντίστοιχα, πατούν πάνω σε τρισκελή σύμβολα.
Ο συγγραφέας, αφού ανασκευάσει τη μουσικολογική ερμηνεία που δόθηκε στα σύμβολα, προωθεί τη δική του ερμηνεία που είναι αριθμητική. Υποστηρίζει ότι τα σύμβολα της επιγραφής έχουν σχέση με αριθμούς που αποτελούν το «display» ενός μοναδικού ως σήμερα άβακα. Τον άβακα χρησιμοποιούσαν στις χρηματικές τους συναλλαγές όσοι εμπορεύονταν στο Λαύριο τον καθαρό και το μολυβδούχο άργυρο. Σε σύγκριση με τον άβακα της Σαλαμίνας, ο άβακας του Λαυρίου αντιπροσωπεύει μια πιο προχωρημένη τεχνολογία. Καινοτομεί με το τακτικό ή αλφαβητικό αριθμητάριο στο οποίο στηρίζεται και με το ευρύτερο «display» που διαθέτει και το οποίο πιθανόν συνοδεύεται από μια φιλοσοφία νέων αριθμών, των δεκαδικών.