Η αποτρόπαιη πράξη του Ιούδα απαντά σπάνια μεν στην τέχνη της βυζαντινής περιόδου, συχνά δε στη μεταβυζαντινή ζωγραφική.
Στη ζωγραφική της μεταβυζαντινής περιόδου το θέμα εντάσσεται στον εικονογραφικό κύκλο των Παθών και απεικονίζεται μαζί με την παράσταση της Μεταμέλειας και επιστροφής των τριάκοντα αργυρίων.
Στην εικονιστική απόδοση του θέματος του Απαγχονισμού του Ιούδα, στη ζωγραφική της περιόδου αυτής, ο Ισκαριώτης εικονίζεται κρεμασμένος σε δένδρο που λυγίζει από το βάρος του σώματος και από κάτω εικονίζεται σπηλιά μέσα στην οποία τοποθετείται πληγιασμένη και τυμπανισμένη μορφή, ο ίδιος ο αυτόχειρας. Είναι ενδιαφέρον ότι την περίοδο αυτή διακρίνονται δύο παραλλαγές που σχετίζονται με δύο διαδοχικές χρονικές φάσεις του γεγονότος.
Στην πρώτη παραλλαγή ο Ιούδας αποδίδεται με έντονη κίνηση να αντιδρά στην πράξη του, τινάζει πόδια, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω και φέρνει τα χέρια στο λαιμό, θέλοντας να αποφύγει τον πνιγμό. Η παραλλαγή αυτή απαντά στα μνημεία της λεγόμενης «σχολής της Αχρίδας», με χαλαρότητα στα μνημεία του «καστοριανού εργαστηρίου» και στα μνημεία της ΒΔ Ελλάδας.
Στη δεύτερη παραλλαγή ο Ισκαριώτης εικονίζεται να έχει παραδώσει το πνεύμα του, και το σώμα του είναι ακίνητο και ευθυτενές. Οι αφετηρίες της παραλλαγής αυτής εντοπίζονται σε μνημεία της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Υιοθετείται από τους κρητικούς ζωγράφους του 16ου αιώνα στις εργασίες τους στο Άγιον Όρος, καθώς και σε μνημεία του 17ου και 18ου αιώνα.