Όψιμες γραπτές πηγές συνδέουν ετυμολογικά τον πυρρίχιο με τον Πύρρο, την πυρά ή κάποιον Πύρριχο, Λάκωνα ή Κρητικό. Εμπνευστές του θεωρούνται οι Κουρήτες, η Αθηνά, οι Διόσκουροι ή οι Αμαζόνες. Άλλοι ένοπλοι χοροί της αρχαιότητας ήταν ο Καλαβρισμός στη Θράκη και την Καρία (Μ. Ασία), ο Τελεσίας στη Μακεδονία και η Καρπαία στη Θεσσαλία. Τον 6ο αιώνα π.Χ., ο πυρρίχιος εισήχθη από τη Σπάρτη στην Αθήνα ως αγώνισμα των Μεγάλων και Μικρών Παναθηναίων, πιθανόν και των εν Άστει Διονυσίων. Με όπλα την ασπίδα, το δόρυ και το τόξο, από πολεμικός μιμητικός χορός στα Παναθήναια, εξελίχθηκε σε χορό που παρίστανε στιγμιότυπα από τη ζωή του Διονύσου. Η Αθηνά είναι η μόνη θεότητα που εκτελεί τον πυρρίχιο, και ο Πλάτων ερμηνεύει το όνομα Παλλάδα από το γεγονός ότι «πάλλεται» στη διάρκεια του χορού. Τον πυρρίχιο εκτελεί στη γέννησή της η πάνοπλη θεά, καθώς ξεπηδάει από το κεφάλι του Δία. Ο ανδρικός πυρρίχιος απεικονίζεται στα αγγεία από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα ως τα μέσα του 5ου, με προτίμηση στην ατομική εκτέλεση που μιμείται μάχη εναντίον αντιπάλου. Οι γυναικείες παραστάσεις είναι λίγες, υστερότερες (μέσα 5ου αιώνα -αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) κι εντελώς διαφορετικές. Η συγγραφέας κατατάσσει τις 29 αγγειογραφίες που εξετάζει σε έξι εικονογραφικές κατηγορίες, όπου ο πυρρίχιος, πάντα μιμητικός χορός, εμφανίζεται με τρεις μορφές ως: α) εξάσκηση χορευτριών, β) ψυχαγώγηση ανδρών σε συμπόσιο ή γυναικών στο γυναικωνίτη και γ) στο πλαίσιο της λατρείας της Αρτέμιδος. Με συνοδεία αυλητρίδας, η πυρριχίστρια εκτελεί ατομικό χορό με όπλα που δεν είναι πάντα πραγματικά.