Η «νέα αρχαιολογία» που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 και του 1970 στη Βόρεια Αμερική και την Αγγλία, συνέβαλε με τον έντονο επιστημολογικό της προσανατολισμό στον ορισμό της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η νέα αρχαιολογία υιοθέτησε την παραγωγική-υποθετική μέθοδο ερμηνεύοντας τα φαινόμενα με την κατασκευή γενικών υποθέσεων που στη συνέχεια ελέγχονται από την αρχαιολογική μαρτυρία. Αντίθετα, η επαγωγική μέθοδος που διατυπώνει γενικές προτάσεις με βάση επιμέρους εμπειρικές παρατηρήσεις θεωρήθηκε τότε ανεπαρκής, καθώς η μετάβαση από τα πολλά επιμέρους στο γενικό εμπεριέχει κάποιο βαθμό διαίσθησης ή αυθαιρεσίας.
Με θεωρητικές αποσκευές που τόνιζαν την ενότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την ευθύγραμμη κατεύθυνση της προόδου, η αρχαιολογία του 19ου αιώνα είχε επιχειρήσει την εφαρμογή ενός πρώτου ερμηνευτικού σχήματος, του συστήματος των Τριών Σταδίων. Το σχήμα προτάθηκε από τον Δανό Thomsen (1836) και έβλεπε την εξέλιξη του πολιτισμού μέσα από τεχνολογικά στάδια (Εποχές του Λίθου, του Χαλκού, του Σιδήρου) που επιβεβαιώθηκαν στρωματογραφικά. Ωστόσο, μια χρονικά παράλληλη αλλά αντίρροπη κίνηση εκφράστηκε με το Ρομαντισμό που τόνιζε την ιδιαιτερότητα της σκέψης και της συμπεριφοράς κάθε εθνικής ομάδας. Έτσι μπήκε στην αρχαιολογική ανάλυση η έννοια της πολιτιστικής ομάδας. Το θεωρητικό πρότυπο της «πολιτιστικής-ιστορικής» προσέγγισης που θεωρεί τα πολιτιστικά φαινόμενα παράγωγο μοναδικών συγκυριών γρήγορα αποδείχθηκε ανεπαρκές για την ερμηνεία τους. Για να εξηγήσει τις ομοιομορφίες, η μέθοδος αυτή επιστρατεύει τη διασπορά ιδεών ή το εμπόριο ή τις μετακινήσεις των ανθρώπων, περιορίζοντας την ανθρώπινη επινοητικότητα σε προνομιακές περιοχές και λαούς. Η προσέγγιση αυτή καλύπτει μόνο τον πρώτο από τους τρεις στόχους της αρχαιολογικής ανάλυσης, την περιγραφή της μορφής της υλικής μαρτυρίας στο χώρο και το χρόνο, το τι, το πότε και το πού. Οι άλλοι δύο, ο καθορισμός της λειτουργίας και ο προσδιορισμός της πολιτιστικής διαδικασίας, μένουν αναπάντητοι. Οι επικριτές αυτής της μεθόδου τής προσάπτουν και την κανονιστική (normative) αντίληψη που αποδίδει την ομοιομορφία της υλικής μαρτυρίας σε πολιτισμικούς «κανόνες».
Η διαδικαστική προσέγγιση (processual archaeology) καλείται να απαντήσει στο πώς και στο γιατί. Εκεί που η κανονιστική αντίληψη θα ερμήνευε μια μεταβολή στην κεραμική, λόγου χάρη, ως προϊόν μετανάστευσης, τώρα χρειάζεται να προσδιοριστεί και ο τρόπος με τον οποίο η αναδιάταξη των στρατηγικών επιβίωσης (αύξηση του πληθυσμού;) επιφέρει μεταβολές στην παραγωγή και τη διανομή της κεραμικής. Βασικά σημεία της διαδικαστικής προσέγγισης είναι η συνολική αντίληψη του πολιτιστικού φαινομένου και η παραγωγική συλλογιστική. Ο υλισμός που τη χαρακτηρίζει έρχεται σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό της κανονιστικής προσέγγισης: η αρχαιολογία δεν μελετά πια ιδέες αλλά διαδικασίες, δηλαδή την ανθρώπινη πράξη.