Η συζήτηση γύρω από την πιθανότητα ευημερίας του σύγχρονου θεάτρου σε μικρές κοινότητες αντί σε μεγαλουπόλεις επικαλείται το παράδειγμα της αρχαίας Αθήνας. Ο συγγραφέας εδράζει τη διαφωνία του σε μια επισκόπηση των οικονομικών του αρχαίου αθηναϊκού θεάτρου. Το αθηναϊκό θέατρο του Διονύσου είχε χωρητικότητα 15-20.000 ατόμων, μέγεθος που εξηγείται και από το γεγονός ότι παραστάσεις ανέβαιναν μόνο στη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων και στα Λήναια. Από τις επτά ημέρες που κρατούσαν τα Μεγάλα Διονύσια οι τέσσερις ήταν αφιερωμένες στο δράμα. Παρά τους θεατρικούς μαραθώνιους το θέατρο κρατούσε το κοινό του χάρη στο θρησκευτικό χαρακτήρα των παραστάσεων. Ο αριθμός των συμμετεχόντων θα πρέπει να έφτανε τους χίλιους αφού οι διθύραμβοι και μόνο απαιτούσαν 500 εκτελεστές. Στη χρηματοδότηση των εορτών συνεισέφεραν οι μισθωτές του θεάτρου που εισέπρατταν τα εισιτήρια με αντάλλαγμα να πληρώνουν ένα ποσόν στο δημόσιο ταμείο και να φροντίζουν την καλή διατήρηση του θεάτρου. Η πόλη κάλυπτε τους μισθούς των ηθοποιών, τις ενδυμασίες τους, τις αμοιβές και τα βραβεία των ποιητών και επιχορηγούσε τα εισιτήρια όσων δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Οι χορηγοί διορίζονταν εκ περιτροπής ανάμεσα στους πλουσιότερους πολίτες. Αυτοί πλήρωναν για την εξάσκηση και τα κοστούμια του χορού, για τους μισθούς των τραγουδιστών και του εκπαιδευτή τους, ίσως και για τον αυλητή, ενώ αναλάμβαναν όλα τα ειδικά σκηνικά. Παρά το σχετικά χαμηλό κόστος της παράστασης, μεγάλη ήταν η αφαίμαξη για το δημόσιο ταμείο αφού τα έξοδα για τις γιορτές ξεπερνούσαν το 5% των συνολικών ετήσιων δαπανών της πόλης.