Πολύτιμες πληροφορίες παρέχει το αρχείο της πλοιοκτήτριας μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, όχι μόνο επειδή έχουν εκδοθεί όλα του τα αυτοκρατορικά έγγραφα και τα έγγραφα των δημόσιων λειτουργών αλλά και γιατί ανάμεσα στα έγγραφα συγκαταλέγονται τρεις πράξεις του σεκρέτου της θαλάσσης. Τα τρία αυτά πρακτικά των ετών 1195, 1199 και 1203, τα μόνα που σώζονται από όλη τη βυζαντινή περίοδο, κατατοπίζουν για τη διαδικασία καταμετρήσεως και παραδόσεως πλοίου. Για την καταμέτρηση, δηλαδή για τον προσδιορισμό της καθαρής τους χωρητικότητας, τα πλοία έρχονται πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Από αυτή τη χωρητικότητα αφαιρείται ένα 10%, το υπόλοιπο εκφράζει τη φορολογητέα χωρητικότητα και καθορίζει το ποσό του οφειλόμενου φόρου προς το δημόσιο. Τα τρία πρακτικά από το αρχείο της μονής Πάτμου μαρτυρούν ότι τα πλοία που είχαν φορολογικές απαλλαγές, «εξκουσίες», δεν καταγράφονταν στα φορολογικά κατάστιχα. Τέτοια πλοία ήταν κατεξοχήν τα μοναστηριακά. Στα πρακτικά καταμετρήσεως μνημονεύονται οι συγκεκριμένες εξκουσίες και οι σχετικές αυτοκρατορικές διατάξεις με τις οποίες παραχωρήθηκαν. Εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιουδήποτε ονόματος πλοίου από όλα τα μοναστηριακά έγγραφα. Ο προσδιορισμός της ατομικότητας του πλοίου εξαντλείται στη μνεία της χωρητικότητας και του ιδιοκτήτη/πλοιοκτήτη, π.χ.: πλοίο της μονής Πάτμου 500 μοδίων, πλοίο της Λαύρας του Αγίου Όρους 2000 μοδίων κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατη η διαφοροποίηση πλοίων της ίδιας μονής με την ίδια χωρητικότητα. Επομένως, με κυρωμένα αντίγραφα του πρακτικού καταμετρήσεως και του ανάλογου αυτοκρατορικού εγγράφου, τύχαιναν ατέλειας και άλλα πλοία της ίδιας μονής, αρκεί να είχαν την ίδια χωρητικότητα με το πλοίο στο οποίο είχε δοθεί αρχικά η ατέλεια.