Νότια από τη Λάρισα και μπροστά στο επίμηκες ανατολικό τμήμα της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, η αρχαία Φάρσαλος έλεγχε από τη θέση της τους δρόμους επικοινωνίας με τη Νότια Ελλάδα. Γενέτειρα του Αχιλλέα, σε περιοχή με συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή, η Φάρσαλος ευημερούσε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, έκοψε δικά της νομίσματα πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., κι έφτασε στο απόγειο της ακμής της μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, στα χρόνια της κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Μακεδόνες.
Η συνολική περίμετρος του τείχους της δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 5 χλμ. ενώ η ακρόπολη ήταν τειχισμένη χωριστά. Το ευάλωτο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης προστατευόταν με 11 πύργους, έναντι των επτά που σώζονται στο υπόλοιπο τμήμα του τείχους. Στους άξονες των κεντρικών δρόμων επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές ανοίγονταν οι κύριες πύλες του τείχους.
Ο ντόπιος τεφρός–σκουρότεφρος ασβεστόλιθος αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή του τείχους. Ο τρόπος δόμησης στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα. Σε τμήμα του ανατολικού σκέλους χρησιμοποιήθηκε το πολυγωνικό σύστημα (α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που έχει κτιστεί πάνω σε τείχος του 6ου αιώνα π.Χ., κατασκευασμένο από ακανόνιστους ογκόλιθους τοποθετημένους τυχαία. Το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. Τέλος, το νοτιοδυτικό σκέλος του τείχους που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το έμπλεκτο σύστημα ανήκει στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.