Οι ενυφασμένες ή κεντημένες υπογραφές στη διάρκεια αυτών των αιώνων μπορούν να ενταχθούν σε ποικίλες κατηγορίες ανάλογα με: α) τον τεχνίτη και τον τόπο καταγωγής, τον τόπο δράσης ή την ασχολία του, β) τους αναθέτες/αφιερωτές ή δωρητές, γ) τις συνδυασμένες υπογραφές κατασκευαστή και αναθέτη, δ) τον κάτοχο και ε) τις τυποποιημένες εκφράσεις στις οποίες οι υπογραφές εμπεριέχονται. Στους βυζαντινούς χρόνους, οι αφιερωματικές επιγραφές αναφέρουν ονόματα αυτοκρατόρων, όχι υφαντών, και χαρακτηριστική είναι η ανωνυμία που καλύπτει τους χρυσοκλαβάριους. Οι ορθόδοξοι καλλιτέχνες αρχίζουν να υπογράφουν τα έργα τους κυρίως από τα μέσα του 16ου αιώνα. Τα εκκλησιαστικά υφαντά και κεντητά συνήθως υπογράφονται, στα κοσμικά οι υπογραφές σπανίζουν.
Στους μεταβυζαντινούς χρόνους ο παραδοσιακός τεχνίτης δρα με «ταπεινοφροσύνη» και με τους περιορισμούς που του επιβάλλει η τοπική παράδοση. Τα παλαιότερα ενεπίγραφα κοσμικά κεντήματα προέρχονται από την Κρήτη. Τα δύο παλαιότερα (έτη 1697, 1726) βρίσκονται στο Μουσείο Metropolitan στη Νέα Υόρκη ενώ στο Λονδίνο, στο Victoria and Albert, φυλάσσονται τρία ακόμη παραδείγματα από τα έτη 1733, 1757 και 1762. Μετά την έλευση του Όθωνα επικρατεί μια γενικότερη μόδα αντιγραφής από χαρακτικά. Στο β΄μισό του 19ου αιώνα, καθιερώνονται τα κεντητά μονογράμματα με τοπικές ιδιομορφίες στη Νίσυρο, τη Μικρασία, την Κύπρο κ.α.