Από τη νεκρόπολη του αρχαίου δήμου Μυρρινούντος στην Αττική ξεπρόβαλαν το 1972 τα αρχαϊκά αγάλματα ενός Κούρου και μιας Κόρης. Ακόμη αδημοσίευτα, εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η επιγραφή της βάσης ονομάζει την Κόρη Φρασίκλεια και τον Πάριο γλύπτη της Αριστίωνα. Η Φρασίκλεια (περί το 540 π.Χ.) ανήκει στην παράδοση της Κόρης του Βερολίνου (570/560 π.Χ.), αλλά αποτελεί μια πιο εξελιγμένη βαθμίδα. Η σχέση σώματος και ενδύματος θυμίζει τις Κόρες της Πάρου και τις Κόρες της Δήλου. Ωστόσο, η απόδοση του προσώπου μαρτυρεί ότι ο παριανός γλύπτης υιοθέτησε στοιχεία της αττικής τέχνης. Η υπέροχη βοστρυχωτή κόμη συγκρατείται πίσω με ταινία. Η περίτεχνη στεφάνη στο κεφάλι συνδυάζει σειρά μαργαριταριών με άνθη λωτού και κάλυκες. Περιδέραιο, ενώτια και βραχιόλι είναι τα πολύτιμα κοσμήματά της. Η Κόρη, που κρατάει κάλυκα λωτού, φοράει χειριδωτό, κολπωτό χιτώνα με ζώνη. Οι αραιές, πλατύγραμμες πτυχές που αρχίζουν κάτω από τη μέση, καταλήγουν στα γλωσσόσχημα κοσμήματα του ποδόγυρου. Τα πόδια, ακάλυπτα μπροστά, φορούν σανδάλια. Με την τεχνική της «γανώσεως», που χρησιμοποιούσε πάνω στο μάρμαρο μίγμα λαδιού και υγρού κεριού, οι γλύπτες απέδιδαν τη στιλπνότητα και το χρώμα του φυσικού δέρματος στο πρόσωπο και τα γυμνά μέλη. Στο άρθρο παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, τέσσερα σχέδια που αναπαριστούν χρωματισμένο το διάκοσμο του αγάλματος. Μπροστά, κεντρική, κατακόρυφη ταινία με εγχάρακτο μαίανδρο διατρέχει το χιτώνα, ενώ λεπτότερη, παρόμοια ταινία στολίζει επάνω το τελείωμα του υφάσματος, περιβάλλοντας το άνοιγμα του λαιμού και τονίζοντας διπλά την ένωση των μανικιών. Το υπόλοιπο ένδυμα είναι διάσπαρτο με ποικίλους ρόδακες, γαμματοσταυρούς κι αστέρια. Τα κύρια χρώματα είναι το κόκκινο κεραμιδί (κιννάβαρι), το μαύρο και το κίτρινο.