Οι πύρινοι λόγοι του Ιωάννη του Χρυσόστομου ενάντια στους θυμελικούς αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία. Πολλές νομικές διατάξεις στόχευαν στην εξάλειψη όσων εμπλέκονταν στα θεάματα: απώλεια κληρονομικών δικαιωμάτων, υποχρεωτική απογραφή, για τις θεατρίνες απώλεια των προνομίων εντίμων γυναικών κ.ά. Το κράτος όμως παράλληλα, μέσω των δήμων, τους συντηρεί: οι καλλιτέχνες τρέφονταν από τον δήμο προκειμένου να τον διασκεδάζουν. Γιατί η δραστηριότητα των θυμελικών δεν περιοριζόταν στον σκηνικό χώρο. Λάμπρυναν όλες τις εκδηλώσεις του δήμου αλλά και τα συμπόσια των αρχόντων, πρωτοστατούσαν στις γαμήλιες πομπές, δραματοποιούσαν κατά παραγγελίαν επικήδειους θρήνους. Τον θίασο αποτελούσαν μουσικοί, μίμοι και μιμάδες, μίμοι αοιδοί και μίμοι ορχούμενοι. Καθώς απέδιδαν με λόγο, μουσική και χορό δραματοποιημένους μύθους, οι ορχούμενοι μίμοι του Βυζαντίου θεωρήθηκαν πρόδρομοι του ευρωπαϊκού χοροδράματος. Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, το κοινό παρακολουθούσε τις παραστάσεις με ιερή ευλάβεια και οι άνθρωποι συνέχιζαν να τραγουδούν τη μελωδία στα σπίτια τους. Οι πρώτοι που σκέφτηκαν να επωφεληθούν από τη μουσική και το θέατρο ήταν οι Αρειανοί. Πανίσχυροι στην Αλεξάνδρεια, ενθρόνισαν πατριάρχη τον Λούκιο (382-385). Ο εκπτωκός πατριάρχης Παύλος περιγράφει εκβακχισμένη λειτουργία των Αρειανών στην εκκλησία Θεωνά που θυμίζει έντονα βακχικό όργιο. Η προσέγγιση του θείου γίνεται μέσα από την βακχεία. Τη χριστιανική βακχεία οδηγούσαν οι μίμοι, οι ορχηστές, οι παιγνιώτες. Ο Χρύσανθος, στο Θεωρητικόν Μέγα της Εκκλησιαστικής Μουσικής, παρέχει πληροφορίες για το συσχετισμό του εκκλησιαστικού χώρου με τον θεατρικό. Κατά τον συγγραφέα, σημείο συνάντησης του αρχαιοελληνικού θεάτρου με τη χριστιανική εκκλησία υπήρξε η ταύτιση από το λαό της λατρείας του Χριστού και του Διόνυσου.