Στο πρώτο από μια σειρά άρθρων εξετάζεται η τεχνική ορολογία του ψηφιδωτού, η εμφάνισή του στην Ελλάδα και η εξέλιξή του στα ρωμαϊκά χρόνια. Τα ψηφιδωτά καλύπτουν αρχιτεκτονικές επιφάνειες με ψηφίδες από φυσικά ή κατασκευασμένα υλικά, στερεωμένες σε υπόστρωμα από κονίαμα. Η καταγωγή τους εντοπίζεται στη Μεσοποταμία ή την Ελλάδα. Ο λατινικός όρος «μωσαϊκό» ετυμολογείται από τις Μούσες και μια ιερή σπηλιά τους με ψηφιδωτά. Τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ., τα ελληνικά ψηφιδωτά δάπεδα, που ήταν φτιαγμένα από βότσαλα, διακρίνονται για τη θαυμάσια απόδοση της λεπτομέρειας. Το πέρασμα από το στρογγυλεμένο βότσαλο στην κυβική ψηφίδα έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ., πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια. Φημισμένη για τα ψηφιδωτά της υπήρξε η Πέργαμος, πατρίδα του μεγάλου καλλιτέχνη Σώσου. Τα έργα του περιέγραψε με τόση ακρίβεια ο Πλίνιος, ώστε αναγνωρίζουμε τα ρωμαϊκά τους αντίγραφα στην Ιταλία. Στους Ρωμαίους οφείλεται η μεγάλη διάδοση της τέχνης του ψηφιδωτού. Ο Πλίνιος και ο Βιτρούβιος περιγράφουν λεπτομερέστατα την τεχνική κατασκευής και το υπόστρωμα των ψηφιδωτών. Οι παραλλαγές που αναπτύχθηκαν είναι: το opus alexandrium με χρήση κυβικών ψηφίδων, το opus tessellatum, ψηφιδωτό δαπέδου από μεγάλες ψηφίδες (0,5-2 εκ.), το opus vermiculatum, ποικιλόχρωμο μωσαϊκό δαπέδου με ψηφίδες μικρότερες των 0,5 εκ., το opus sectile, μαρμαροθέτημα, το opus musivum, εντοίχιο ψηφιδωτό με ψηφίδες από υαλόμαζα, το opus signinum, όπου οι ψηφίδες σχηματίζουν τα περιγράμματα πάνω σε βάθος από κόκκινο κονίαμα, και το «έμβλημα», όπου κεντρική παράσταση με opus vermiculatum περικλείεται από πλαίσιο με γεωμετρικά σχήματα ή με οpus tessellatum.