Αν ο δυτικός Μεσαίωνας υπήρξε η «εποχή της πλαστογραφίας», άραγε ισχύει κάτι ανάλογο και για το Βυζάντιο; Στο ρωμαϊκό δίκαιο, η «πλαστογραφία», falsum, περιλάμβανε και την υπεξαγωγή εγγράφων, την ψευδορκία, την ψευδή καταμήνυση, τη δωροδοκία δικαστή κ.ά. Οι ποινές ήταν ιδιαίτερα αυστηρές. Η ιουστινιάνεια νομοθεσία, στην καμπή της μετάβασης από το ρωμαϊκό δίκαιο στο βυζαντινορωμαϊκό, διακρίνει τα έγγραφα σε ιδιωτικά, δημόσια και συμβολαιογραφικά. Η διαφορά ανάμεσα σε ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα εντοπίζεται στο βάρος της αποδείξεως. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα βρίσκονται κοντύτερα στα ιδιωτικά, επειδή μοιράζονται μαζί τους την αναγκαία απόδειξη της πιστότητας με μάρτυρες. Ξεχωριστά, ανάμεσα στα δημόσια έγγραφα, είναι τα αυτοκρατορικά σάκρα, τα προστάγματα, τα χρυσόβουλα. Εκχωρώντας ή ανανεώνοντας προνόμια, τα αυτοκρατορικά έγγραφα ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη στους πλαστογράφους. Τα περισσότερα από αυτά αφορούσαν μοναστικές περιουσίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, διαθέτοντας την εμπειρία της γραφής, τα μοναστήρια έγιναν ο συνηθισμένος τόπος παραγωγής πλαστών εγγράφων. Οι δικαστές χρησιμοποιούσαν διάφορα κριτήρια, από γραφολογικά ως υφολογικά, προκειμένου να διακρίνουν τα πλαστογραφημένα έγραφα. Η διπλωματική, ο κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που μελετά τα έγγραφα, αναπτύχθηκε από την προσπάθεια να διακριθούν τα γνήσια από τα πλαστά. Από τις απόψεις των ιστορικών για το φαινόμενο της πλαστογραφίας στον Μεσαίωνα πειστικότερη είναι εκείνη που διαβλέπει μια συγκαλυμμένη πράξη βίας. Πρόκειται, δηλαδή, για πράξη αυτοδικίας κοινωνικών ομάδων που αγωνίζονται να κρατήσουν τα προνόμιά τους.