Είναι όλα τα παλαιά χαρακτικά αναξιόπιστα; Οι εικόνες των εκδόσεων του περιηγητή Breydenbach (1486) δεν είναι, τον συνόδευε όμως ο ζωγράφος Reuwich. Σχετικά σωστή θεωρείται και η εικονογράφηση των περιηγήσεων του Nicolay (1568). Πρόκειται όμως για εξαιρέσεις. Το ενδιαφέρον του κοινού για την πιστότητα των σχεδίων ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, θα υποχρεώσει τον de Bruyn ή Le Brun (1698) να προσκομίσει πιστοποιητικά από μάρτυρες που τον είδαν να ζωγραφίζει επί τόπου.
Συχνά τα σχέδια εκ του φυσικού γίνονταν βιαστικά: η απεικόνιση προσώπου δεν ήταν ευπρόσδεκτη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι τουρκικές αρχές υποψιάζονταν τους σχεδιαστές μνημείων για κατασκόπους.
Ο περιηγητής έδινε το σκίτσο του σε επαγγελματία ζωγράφο που το βελτίωνε, αφαιρώντας πραγματικά στοιχεία ή προσθέτοντας φανταστικά. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του χαράκτη που άλλαζε ό,τι δεν άρεσε στον ίδιο ή στον εκδότη. Ο επιχρωματισμός των χαρακτικών γινόταν στην τύχη. Λίγοι καλλιτέχνες φρόντιζαν, όπως ο Edward Lear, να σημειώνουν επί τόπου τις αποχρώσεις του τοπίου που σκιτσάριζαν.
Το 1749 ο ζωγράφος Richard Dalton σχεδιάζει πιστά τον Παρθενώνα αφαιρώντας όμως τα σπίτια που τον περιέβαλλαν και το τζαμί στο εσωτερικό του. Λίγο αργότερα, ο Julien David Le Roy παρουσιάζει μια εντυπωσιακή χαλκογραφία του Θησείου αλλά με μερικούς πρόσθετους κίονες. Όσο για τις προσωπογραφίες, λέγεται ότι οι αγωνιστές του ’21 γελούσαν βλέποντας τις εικόνες τους σε φιλελληνικές εκδόσεις της εποχής.
Ο ερευνητής σήμερα οφείλει να επιδοθεί σε συστηματική έρευνα στους καταλόγους μεγάλων βιβλιοθηκών και μουσείων, να ψάξει σε ιδιωτικές συλλογές και να παρακολουθεί εκθέσεις και δημοπρασίες του εξωτερικού και τους καταλόγους τους.