Είναι άραγε ο ολύμπιος Απόλλωνας, ο φωτεινός θεός των ηθικών καθαρμών στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, ο ίδιος θεός που, στην ομηρική εποχή, συνδέεται με ανθρωποθυσίες προς τιμή των θεών του Κάτω Κόσμου; Ο συγγραφέας απαντά στην ερώτηση εμπνεόμενος και από τις θεωρίες των Jung και Kerényi.
Με μικρασιατική προέλευση, ο Απόλλωνας πρωτοεμφανίζεται στα μυκηναϊκά θρησκευτικά κέντρα ως «μάντης», υποσκελίζοντας αυτόχθονες θεότητες και κληρονομώντας τις ιδιότητές τους. Στους Δελφούς, όπου ο Απόλλωνας θα σκοτώσει τον Πύθωνα και θα εκτοπίσει τη Γαία και τη Θέμιδα, στο άδυτο του ιερού υπήρχε, κατά τον Φιλόχορο, ο τάφος («σήμα») του Διόνυσου. Στη Ρήνεια, απέναντι από τη Δήλο, η λατρεία των θεών του Κάτω Κόσμου ακτινοβολούσε σε όλη τη Μεσόγειο. Από τη θάλασσα που ενώνει την κυρίως Ελλάδα με τα μικρασιατικά παράλια, θα αναδυθεί σαν Ήλιος ο θεός που θα γίνει η απαρχή της ποιητικής δημιουργίας. Ωστόσο, το μέλος προστατεύεται και από τον όμαιμο και ομότροπο αδελφό του Διόνυσο. Πρόκειται αναμφίβολα για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το φως του Διόνυσου είναι το φως του φεγγαριού που συνοδεύει στη φύση όλες τις νυχτερινές «αναχωρητικές» ή οργιαστικές λατρείες, τους Βακχευτές, τις Μαινάδες, τους λατρευτές των χθόνιων θεών. Το «ιλαρόν» φως του ΄Ηλιου ομογενοποιεί τις πατριαρχικές λατρείες των Δωριέων, τον πολιτισμό του μέτρου, της ευταξίας και του ορθολογισμού. «Περιπλανώμενο» χαρακτηρίζει ο Ευριπίδης τον Απόλλωνα, το θείο βρέφος από το οποίο προέκυψε η επίγεια ζωή και που παρουσιάζεται αλλού ως Ζευς, αλλού ως Διόνυσος, αλλού ως Απόλλων. Είναι «γέννημα» και «γεννήτωρ», ο genius cucullatus που δίνει τη ζωτική ενέργεια στον κόσμο, που λατρεύεται στη βάση όλων των εγχώριων θρησκειών.