Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας γράφει ότι στον βυθό του Κορινθιακού φαίνονται τα ερείπια της αρχαίας Ελίκης, της σημαντικότερης αρχαίας αχαϊκής πόλης, που είχε καταποντιστεί το 373 π.Χ. από σεισμό. Τόσο οι προσπάθειες ερευνητών που, με πρωτοβουλία του Σπ. Μαρινάτου, ανέλαβαν τον εντοπισμό της βυθισμένης πόλης (1950-1974), όσο και οι αντίστοιχες προσπάθειες των αρθρογράφων (1985-1991) δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μετά το 1991, επί ξηράς αυτή τη φορά, αρχίζουν οι γεωλογικές, γεωφυσικές και ανασκαφικές εργασίες με τη συστηματική εφαρμογή σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων. Οι γεωτρήσεις έδειξαν ότι στην παραλιακή πεδιάδα υπάρχουν περισσότεροι από ένας θαμμένοι αρχαίοι ορίζοντες. Ο οικισμός της ρωμαϊκής Ελίκης εντοπίστηκε. Η παρουσία μυκηναϊκού ορίζοντα ενισχύθηκε από τον εντοπισμό νεκροταφείου με θαλαμοειδείς τάφους της ΥΕ ΙΙΒ-ΙΙΙΓ περιόδου. Σε στρατηγική θέση, στο ύψωμα του Αγ. Στεφάνου, σώζονται εκτεταμένα ερείπια πόλης. Σε σχεδόν ευθεία γραμμή, εντοπίστηκε βυθισμένος ο μόλος από το λιμάνι της. Ανήκουν τα ερείπια στη Βούρα, που καταστράφηκε και αυτή το 373 π.Χ.; Είναι το κοντινό σπήλαιο το μαντικό σπήλαιο του Βουραϊκού Ηρακλή; Αν, όπως δείχνει η στρωματογραφία, η Ελίκη διατάσσεται σε μια εκτεταμένη ζώνη κατά μήκος της πεδιάδας, είναι δηλαδή πράγματι εὐρεία όπως τη χαρακτηρίζει ο Όμηρος, ίσως τα ερείπια στο ύψωμα να ανήκουν σε κάποιον από τους δικούς της δήμους.