Το μεγαλύτερο μέρος της νεκρόπολης καλύπτεται από το χωριό Καρίτσα και τα αγροτεμάχια που φτάνουν στο βόρειο τείχος του Δίου. Μέρος των ταφικών μνημείων, ιδίως των βωμών, ξαναχρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο του τείχους στο β΄ μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα πρωιμότερα δείγματα χρήσης του βόρειου νεκροταφείου ανήκουν μια εντοιχισμένη ταφική στήλη με νεαρή κοπέλα (μέσα 5ου αιώνα) καθώς και καλυβίτες τάφοι μέσα σε περιβόλους από ξερολιθιά (4ος αιώνας π.Χ.). Δεν λείπουν, βέβαια, τάφοι μακεδονικοί ή τάφοι ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων. Πυκνό πρώιμο χριστιανικό νεκροταφείο βρέθηκε έξω από τα τείχη.
Και στους τέσσερις μακεδονικούς τάφους, μεγάλοι γωνιασμένοι λίθοι έφραζαν το θυραίο τους άνοιγμα. Ο ιωνικός προθάλαμος του πρώτου δεν στεγάζεται με καμάρα αλλά με πλάκες τοποθετημένες σε λίθινα δοκάρια. Στον νεκρικό θάλαμο βρισκόταν το φαρδύτερο μαρμάρινο κρεβάτι που ξέρουμε, με υψηλής ποιότητας γραπτό διάκοσμο σαν εκείνον που στολίζει την καμάρα του θαλάμου και τα αρχιτεκτονικά μέλη στον προθάλαμο. Ο δεύτερος τάφος, που ανήκε μάλλον σε νεαρό κορίτσι, είναι μονοθάλαμος, με δάπεδο από χρωματιστά βότσαλα. Ο τρίτος τάφος, μονοθάλαμος και αυτός, περιείχε χτιστό κρεβάτι και τρία μεταγενέστερα βάθρα. Σε αντίθεση με τους τρεις προηγούμενους, ο τέταρτος τάφος έχει κτιστή πρόσβαση και χρονολογείται γύρω στο 200 π.Χ. Το κρεβάτι του νεκρού εικάζεται ότι ήταν ξύλινο και από τη διακόσμησή του βρέθηκαν καταγής ελεφαντοστέινα μέλη ανθρώπων και αλόγων. Περίπου σύγχρονοι είναι οι δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι κοριτσιών στις δύο πλευρές του ταφικού δρόμου.