Πώς να ενταχθεί ο κινηματογράφος, αλαζονικό πλουσιόπαιδο του βιομηχανικού πολιτισμού, σε μια καχεκτική Ελλάδα που, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έχει εισπράξει την καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα του πολιτισμικού γίγνεσθαι; Ακόμη και η αυταρχική πολιτική εξουσία, ανίκανη να εκμεταλλευτεί την εμβέλεια της μεγάλης οθόνης και να συντάξει μέσω αυτής την «επίσημη Ιστορία», θα περιοριστεί στην άσκηση λογοκρισίας.
«Το ανάθεμα» (1916), φιλμ-ζουρνάλ του Χεπ, απαγορεύεται. Οι μυθοποιήσεις του παρελθόντος θυμίζουν κακές σχολικές παραστάσεις: η «Γκόλφω του Μπαχατόρη (1914) ή η «Μαρία Πενταγιώτισσα» (1928) του Μαδρά, ο «Οδυσσέας Ανδρούτσος» (1925) του Μανάκια και το σύγχρονο «Λάβαρο του 1821» του Λελούδα.
Πλάι σε βουκολικά δράματα, όπως η «Αστέρω» (1952) του Δημόπουλου, γυρίζεται το «Πικρό ψωμί» (1951) του Γρηγορίου. Πρώτο μεταπολεμικό ιστορικό φιλμ: το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου «Τραγωδία του Αιγαίου» (1961).
Η προσέγγιση της αρχαιότητας εξαντλείται προπολεμικά σε δύο εκδοχές του «Προμηθέα δεσμώτη» (1927) και στο «Δάφνις και Χλόη» (1931) του Ορέστη Λάσκου. Το 1961 ο Τζαβέλλας γυρίζει την «Αντιγόνη». Αν το 1962 ο Ζάρπας καταγράφει απλά την παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, με την ευριπίδεια «Ηλέκτρα» του (1962), ο Κακογιάννης εγκαινιάζει έναν πρωτότυπο διάλογο με την τραγωδία, κάτι που δεν θα πετύχει στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1977). Στη διάρκεια της χούντας η «Μήδεια» εμπνέει δύο ταινίες, ο Δαδήρας γυρίζει το ψευδοϊστορικό «Ιπποκράτης και δημοκρατία» και ο Ζερβουλάκος διασκευάζει κοινότοπα τη «Λυσιστράτη». Μεταχουντικά, Φέρρης (1975) και Θέος (1976) δημιουργούν δυο φιλόδοξες δοκιμιακές ταινίες.
Παιδιά της δεκαετίας του ’60, οι ταινίες μικρού μήκους εκπροσωπούνται από τις «100 ώρες του Μάη» (1963) των Λαμπρινού-Θέου και τις «Περιπτώσεις του Όχι» (1965) των Παπαστάθη-Αυγερινού. Με αρετές εμφανίζονται οι ταινίες των Μανουσάκη(1965), Γλυκοφρύδη(1966), Μανθούλη και Σταμπουλόπουλου(1966, 1967), και Δαμιανού(1966).
Επί δικτατορίας ευδοκιμεί το είδος της πομπώδους επετειακής ιστορικής ταινίας, παραγωγής Τζέιμς Πάρις. Τον εγχώριο κινηματογράφο αναζωογονεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με την «Αναπαράσταση» (1970) και τις «Μέρες του ’36» (1972). Το 1971, ο Κατσουρίδης γυρίζει το «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» και ο Δαμιανός την «Ευδοκία».
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η πολιτική ταινία απογειώνεται: «Θίασος» (1975) του Αγγελόπουλου, «Χάπυ Ντέι» (1976) του Βούλγαρη, «Κελί μηδέν» (1975) του Σμαραγδή, «Μαρτυρίες» (1975) του Καβουκίδη, «Μάης» (1976) του Ψαρρά, «Γράμμα στον Ναζίμ Χικμέτ» (1976) του Αριστόπουλου.
Με την υπόθεση Πολκ, οι Μαλλιάρης (1981) και Γρηγοράτος (1987) στρέφονται στη σύγχρονη ιστορία. Διαφορετικές προσεγγίσεις της Ιστορίας προτείνουν οι «Κυνηγοί» (1977) και ο «Μεγαλέξαντρος» (1980) του Αγγελόπουλου και ο «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1978) του Βούλγαρη. Προσωπογραφίες δημιουργούν ο Τζήμας στον «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» (1981) και ο Λαμπρινός στον «Άρη Βελουχιώτη» (1981). «Στον καιρό των Ελλήνων» (1981) και στον «Θεόφιλο» (1987), ο Παπαστάθης συνθέτει ένα δοξαστικό στις αξίες του ελληνισμού.
Στη δεκαετία του ’80 η αποτίμηση του παρελθόντος αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά: «Κάθοδος των εννιά» (1984) του Σιοπαχά, «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1982) του Αγγελόπουλου και «Πέτρινα χρόνια» (1986) του Βούλγαρη. Ξεχωρίζει η αισθητική του «Δοξόμπους» (1987) του Λαμπρινού και της «Υπόγειας διαδρομής» (1983) του Δοξιάδη. Μέσα από τις νέες μυθοπλασίες («Πρωινή περίπολος» -1987 του Νικολαΐδη και «Βιοτεχνία ονείρων» -1990 του Μπουλμέτη), η Ιστορία πια αφορά το μέλλον και γίνεται νοητή ως μια απειλητική οικολογική Νέμεσις.