Επιμελητής της ανθολογίας «Η Νέα Μουσειολογία» (1989), ο αρθρογράφος επανέρχεται σε κάποια από τα ερωτήματα που εξέφραζαν τότε τον προβληματισμό γύρω από τα βρετανικά μουσεία. Για να περάσουν τα μηνύματα μιας έκθεσης, για να επιτευχθεί ο διδακτικός της στόχος, υποστηρίζει, ο τρόπος παρουσίασης ενισχύεται από λεζάντες, πίνακες, ακουστική ξενάγηση, κατάλογο. Πρόκειται για μια «ρητορική πράξη πειθούς», μια αφήγηση, που δύσκολα ισορροπεί με την αισθητική λειτουργία της παρουσίασης. Κι όμως η αισθητική προκλητικά ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα αντικείμενα θέασης. Η τέχνη της έκθεσης, όχι η επιστήμη της ή η τεχνική της πλευρά, απαιτεί ματιά σκηνογράφου. Τη σύγκριση με τη θεατρική παράσταση υποβάλλουν κυρίως ο τρισδιάστατος χώρος και το στοιχείο του χρόνου, ο «ρυθμός» μιας έκθεσης. Τώρα, το επιτακτικό αίτημα είναι μια «Νέα Ευαισθησία», μια ευαισθησία όχι μόνο στις οπτικές αξίες των αντικειμένων αλλά και στις σχέσεις τους με το χώρο.