Ξεκινώντας από τον 14ο αιώνα και φτάνοντας μέχρι τα μέσα του 17ου, η Κρήτη, η οποία μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πρωτοστατεί στις τέχνες και τα γράμματα, έχει να επιδείξει αξιόλογους ζωγράφους, που έχουν την ικανότητα να είναι «δίγλωσσοι», να δημιουργούν, δηλαδή, δουλεύοντας τόσο την βυζαντινή τεχνοτροπία, όσο και την δυτική τέχνη. Η εικόνα της Παναγίας, όπως σήμερα, έτσι και τότε αποτελούσε ιδιαίτερα προσφιλές θέμα. Η Παναγία είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα αγαπητό. Οι εικόνες της εκφράζουν την μητρική αγάπη και έτσι έχει το προνόμιο να μπορεί να αγγίζει περισσότερο ίσως από κάθε άλλο άγιο τους πιστούς, που νοιώθουν την σχέση τους με την Παναγία γεμάτη αμεσότητα και κατανόηση. Οι ανάγκες που κάθε φορά καλείται να ικανοποιήσει ένας ζωγράφος με το έργο του, υπαγορεύουν την δημιουργία διαφόρων τύπων, που ο καθένας ξεχωριστά δίνει στην σχέση αυτή της Παναγίας με τον πιστό ένα διαφορετικό νόημα, έναν συμβολισμό. Έτσι, ο τύπος της Παναγίας Οδηγήτριας υποδηλώνει την καθοδήγηση των πιστών από την Παναγία, η Παναγία Γλυκοφιλούσα, την τρυφερότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα της Παναγίας προς τον Υιό της και ταυτόχρονα προς όλους τους Χριστιανούς, η Παναγία του Πάθους, το Θείο Πάθος, που ερχόμενο επιδεικνύει άλλους δρόμους για την χριστιανοσύνη, η δυτική Madre della Consolazione, ή Παναγία η Παραμυθία, όπως αναφέρεται σε Βυζαντινότροπες εικόνες, την παρηγοριά και την ανακούφιση, που θα βρει κανείς στην αγκαλιά της Μητέρας όλων των Χριστιανών.