Χορήγηση άδειας για τη διενέργεια αρχαιολογικών επεμβάσεων εντός Γαλλίας απαιτεί ο νόμος Carcopino του 1941. Σε κάθε περιοχή, ένας γενικός διευθυντής πολιτιστικών υποθέσεων εκπροσωπεί το Υπουργείο Πολιτισμού και ελέγχει τον περιφερειακό συντηρητή αρχαιολογίας. Ο περιφερειακός συντηρητής, σε συνεννόηση με το Ανώτερο Συμβούλιο Αρχαιολογικής Έρευνας, προγραμματίζει τις ανασκαφές και φέρει όλη την ευθύνη του συνόλου της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης.
Εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, αρχαιολογικές δραστηριότητες χρηματοδοτούν άμεσα και τρεις άλλοι φορείς: το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το υπουργείο Εξωτερικών και το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS). Για τους φοιτητές αρχαιολογίας προβλέπονται διαστήματα πρακτικής εξάσκησης (stages) σε ανασκαφές. Από ειδική εκπαίδευση περνούν τόσο οι συντηρητές όσο και οι αρχιτέκτονες. Οι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι που υπηρετούν στην περιφέρεια στρατολογούνται με διαγωνισμό που τους οδηγεί στη Σχολή Εθνικής Κληρονομιάς, επαγγελματική Σχολή που δημιούργησε τα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού.
Τις σωστικές ανασκαφές διεξάγουν 1500 συμβασιούχοι που αμείβονται κυρίως από επιχειρήσεις δημοσίων ή εγγειοβελτιωτικών έργων. Οι αρχαιολόγοι που εργάζονται στο εξωτερικό προσλαμβάνονται με ειδικούς διαγωνισμούς. Το συντριπτικό βάρος των «κλασικών» αρχαιολογιών δεν είχε αφήσει την εθνική αρχαιολογία να αναπνεύσει. Κατά το έτος Αρχαιολογίας (1990) όμως, το ενδιαφέρον που επέδειξε η πολιτική εξουσία ανήγαγε την εθνική αρχαιολογία σε θέμα πολιτικό και όργανο γοήτρου.