Η εκπαίδευση των κοριτσιών στο Βυζάντιο, με τη διδασκαλία ανάγνωσης, γραφής, ιεράς ιστορίας, αριθμητικής και ωδικής, άρχιζε στην ηλικία των έξι και διαρκούσε κατά κανόνα τρία χρόνια. Συμπληρώνοντας τα δώδεκα, η βυζαντινή ήταν σε ηλικία γάμου. Ο γάμος μεταξύ μελών διαφορετικής κοινωνικής τάξης δεν επιτρεπόταν. Η ιδανική γυναίκα ζούσε στο γυναικωνίτη, δεν ενδιαφερόταν για διασκεδάσεις και, για να βγει από το σπίτι της, όφειλε να έχει το πρόσωπό της καλυμμένο. Στο φαγητό γυναίκες και άντρες έτρωγαν σε ξεχωριστά τραπέζια. Φέρνοντας σπίτι μια «παλλακή» ο σύζυγος προκαλούσε συχνά την αντίδραση της συζύγου. Διαζύγια υπήρχαν δύο ειδών, το «κατά συναίνεσιν» και το «κατά πρόφασιν άμεμπτον», δηλαδή για σοβαρή αιτία όπως η μοιχεία, η τυμβωρυχία, η μαγγανεία, κ.ά. Άξιες περιφρόνησης θεωρούνται οι εταίρες που διακρίνονται σε προϊστάμενες δημόσιου ή ιδιωτικού οικήματος, σε σκηνικές (που σχετίζονται με το θέατρο), σε αυλητρίδες και ορχηστρίδες (που εμφανίζονται σε γάμους και συμπόσια) και σε όσες υπηρετούν σε καπηλειά, πανδοχεία και δημόσια λουτρά («βαλανεία»). Αυτοκράτειρες έγιναν η Θεοδώρα βγαίνοντας από το θέατρο και η Θεοφανώ από το καπηλειό. Στον αντίποδα των εταίρων, διάφοροι λόγοι ωθούσαν τις γυναίκες να ενδυθούν το μοναχικό σχήμα. Στα γυναικεία μοναστήρια συχνά οδηγούνταν και παιδιά από συγγενείς που είτε δεν είχαν να τα προικίσουν είτε ήθελαν να σφετεριστούν τις περιουσίες τους. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στις αυτοκράτειρες που σφράγισαν την πορεία του Βυζαντίου, την Ειρήνη την Αθηναία, τη Θεοδώρα, τη Ζωή και Θεοδώρα τις Πορφυρογέννητες, την Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα.