Στο όνομα του εκσυγχρονισμού, ο νεοκλασικισμός μεταφυτεύεται στην περιφέρεια στο πλαίσιο της δημιουργίας αστικής υποδομής σε επαρχιακές πόλεις με έντονο αγροτικό χαρακτήρα, όπως το Άργος ή ο Πύργος. Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την ανέγερση της Αγοράς του Άργους, ο συγγραφέας διαβάζει τον τοπικό τύπο, τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου Άργους αλλά και περιηγητικά βιβλία για να στοιχειοθετήσει τις περιπέτειες της Αγοράς. Η πρωτοβουλία για την ανέγερση της Αγοράς ανήκει στον δήμαρχο Σπήλιο Καλμούχο, τον οποίο η αντιπολίτευσή του υποσκάπτει σταθερά. Ο αρχιτέκτονας του έργου παραμένει άγνωστος. Στην εκσκαφή των θεμελίων αποκαλύπτεται τμήμα του αρχαίου τείχους του Άργους. Μέσα στο σωρό των άλλων προβλημάτων, προκύπτει και η καταγγελία ότι η αγορά καταλαμβάνει μέρος της πλατείας των Στρατώνων του Καποδίστρια.
Οι σύγχρονες περιπέτειες της Αγοράς αρχίζουν το 1972, όταν ο Δήμος αποφασίζει να «αναμορφώσει» την πλατεία του Στρατώνα, κόβοντας όλα τα αιωνόβια δέντρα, απλώνοντας το τσιμέντο απλόχερα. Το 1974, η προοπτική ανέγερσης «Διοικητηρίου» στο χώρο της Αγοράς κινητοποιεί την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ναυπλίου που κηρύσσει την Αγορά προστατευόμενο μνημείο. Το κτίριο αρχίζει να καταρρέει αλλά η μέριμνα για τη συντήρησή του είναι ανύπαρκτη. Η κρατική αδιαφορία και ο πρωτογονισμός της δημοτικής αρχής επιτρέπει στον κάθε επιχειρηματία να εφαρμόζει τη δική του άποψη περί αναστήλωσης, μετατρέποντας την Αγορά σε πολύχρωμη κουρελού. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1988 εγκρίνεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟ η πλήρης μελέτη αποτύπωσης και αναστήλωσης από τον τοπικό αρχιτέκτονα Κώστα Μακρή.