Περιορισμούς στο ερμηνευτικό πλαίσιο της αρχαιολογίας θέτει η πρόσδεσή της στο «άρμα» της Ιστορίας της Τέχνης, γεγονός που δεν της επιτρέπει να οριστεί ως «κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τη μελέτη των υλικών τους καταλοίπων», να λειτουργήσει στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, να αξιοποιήσει μεθόδους και έννοιες από άλλες επιστήμες και να επιδιώξει τη διαλεκτική επανασύνδεσή της με την ιστορία.
Ενώ μια πιο αποτελεσματική οργάνωση θα στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία, οι θεματικές ενότητες οργανώνονται ακολουθώντας χρονολογική διαίρεση. Όχι μόνο υποβάλλονται έτσι οι αντιλήψεις του εξελικτισμού του 19ου αιώνα αλλά υπονοείται και η αυτονόμηση του χρόνου ως διάστασης, η ταύτιση των κοινωνικών αλλαγών με το χρόνο.
Η διδασκαλία μεροληπτεί. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα μαθήματα αφορούν δυο χρονικές φάσεις, την κλασική εποχή και την «πρωτοϊστορία». Τα έργα της κλασικής τέχνης σήκωσαν το βάρος της απόδειξης της ιστορικής συνέχειας ανάμεσα στο κλασικό παρελθόν και το νεοελληνικό έθνος. Η πρωτοϊστορία επωμίστηκε την απόδειξη της αλήθειας των ομηρικών επών.
Από τον κατάλογο των προσφερόμενων μαθημάτων απουσιάζουν:
Η ιστορία της αρχαιολογίας και η διερεύνηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιτελούνται οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις.
Η συζήτηση γύρω τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ρεύματα στην αρχαιολογία, από τη «νέα αρχαιολογία» έως την «αρχαιολογία της διαδικασίας» και τη συσχέτισή τους με την ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού.
Η εκπαίδευση των αρχαιολόγων σε τεχνικές αποκάλυψης, συλλογής και ανάλυσης του αρχαιολογικού υλικού.
Οι οικολογικές και οικονομικές παράμετροι των κοινωνιών του παρελθόντος.
Ο προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινού.