Οι επιλογές ανάμεσα στο Δίκαιο και την Ηθική είναι εκείνες που καθορίζουν τα «εγκλήματα κατά των ηθών». Το κανονικό δίκαιο, επομένως, έχει προχωρημένες αξιώσεις από τα μέλη της Εκκλησίας καταδικάζοντας, για παράδειγμα, όλες τις εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας που δεν αποβλέπουν στη σύλληψη τέκνου.
Στο βυζαντινό δίκαιο διαφαίνονται τόσο οι ρωμαϊκές του ρίζες όσο και η επίδραση της χριστιανικής ηθικής. Οι εκτός γάμου σχέσεις, που για πρώτη φορά ποινικοποίησε ο Ιούλιος νόμος (τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.), τιμωρούνται με μερική δήμευση της περιουσίας και εξορία. Αν όμως εμπλέκεται μοναχή, ο μεν άντρας θανατώνεται ενώ στη «νύμφη Χριστού» επιβάλλεται ποινή μοιχείας. Ως προς την αιμομιξία, ο Ιουστινιανός επαναδραστηριοποίησε την αυστηρότητα του ρωμαϊκού δικαίου. Ωστόσο οι Ίσαυροι, ενσωματώνοντας τη χριστιανική διδασκαλία, την επεκτείνουν για τους συγγενείς εξ αίματος μέχρι και τον 6ο βαθμό, για τους εξ αγχιστείας μέχρι και τον 4ο, περιλαμβάνοντας και την πνευματική συγγένεια (βάπτιση).
Η Εκλογή των Ισαύρων αντικαθιστά την κεφαλική ποινή με τον ακρωτηριασμό της μύτης σε περιπτώσεις μοιχείας, αιμομιξίας, αρπαγής, «φθοράς» παρθένου. Η τελευταία περίπτωση, νοούμενη ως αφαίρεση «αγαθού», επισύρει περιουσιακή αποζημίωση από τον δράστη. Στους ομοφυλόφιλους, από τα μέσα του 4ου αιώνα, επιβάλλεται θανάτωση με ξίφος, αν και στην πράξη οι ένοχοι παιδεραστίας τιμωρούνται με «καυλοτομή». Ίδια ποινή ισχύει, από την Εκλογή ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου, και για τους κτηνοβάτες, ποινικά αδιάφορους μεν στους Ρωμαίους, καταδικαστέους όμως σε θάνατο από το μωσαϊκό δίκαιο. Ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση του κανονικού δικαίου μεταξύ κτηνοβασίας και πτηνοβασίας.
Η φαινομενική «στασιμότητα»των πολιτειακών διατάξεων ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά των Βυζαντινών στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, οφείλεται στο ότι η Εκκλησία και το Δίκαιό της υποκαθιστούν βαθμιαία τομείς της κρατικής δραστηριότητας.