Στον απόηχο δύο παγκοσμίων πολέμων, η τεχνολογική και οικονομική απόσταση μεταξύ της Ευρώπης της Μεσογείου και των γειτόνων της στο Βορρά ήταν εξίσου πραγματική και συμβολική. Οι υλικές συνθήκες όσον αφορά την απλή επιβίωση και μόνο ήταν δυσοίωνες· ωστόσο, εικόνες αρχαίας δόξας συναντούσαν οράματα εκσυγχρονισμού. Σύμφωνα με τα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας, η Ελλάδα προσέγγιζε την κατηγορία του «τρίτου κόσμου», ενώ το ευρύ κοινό αναζητούσε θαυματουργές θεραπείες από το εξωτερικό, με τη λογική ότι «το ξένο είναι καλύτερο». Τα σχετικά υψηλά ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 συνοδεύονταν από μια κοινωνική πολιτική της υγείας που ευνοούσε τον ιδιωτικό ιατρικό τομέα. Οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία παρέμεναν εξαιρετικά χαμηλές και τα ταμεία ασφάλισης (με εξαίρεση το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ήταν συμβεβλημένα με τον ιδιωτικό τομέα. Έως το 1973, είχε εφαρμοστεί μικρό μόνο τμήμα ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος για την ιατρική περίθαλψη, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ελαττώθηκαν περαιτέρω και οι προτάσεις για μια εθνική υπηρεσία υγείας εγκαταλείφθηκαν. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) υλοποιήθηκε εντέλει στη δεκαετία του 1980 — συμπίπτοντας με τις ολοένα και περισσότερες διεθνείς πολιτικό-οικονομικές κριτικές, τόσο του ιατρικού συστήματος της οικονομίας της αγοράς, όσο και του κράτους ιατρικής πρόνοιας.