Από το 1850 η Καβάλα ετοιμάζεται να αναδειχθεί στο μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας καπνού των Βαλκανίων. Την εμπορία διακινούν οι Μπέηδες που αγοράζουν από τους παραγωγούς και συνεργάζονται με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αντιπρόσωπους των μεγάλων εμπορικών οίκων και των κρατικών μονοπωλίων Γαλλίας και Αυστρίας. Οι περισσότερες καπναποθήκες συγκεντρώνονται στην παραλιακή περιοχή του Αγίου Ιωάννη. Το 1896 γίνεται η πρώτη απεργία, το ημερομίσθιο αυξάνεται. Λίγο μετά την επανάσταση των Νεότουρκων (1908), ιδρύεται το πρώτο καπνεργατικό σωματείο, η «Ευδαιμονία», που πετυχαίνει μείωση του ωραρίου από δώδεκα ώρες σε εννιά και αύξηση του μεροκάματου. Μετά την εκδίωξη του βουλγαρικού στρατού το 1918, η ανάπτυξη της Καβάλας είναι αλματώδης. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία διπλασιάζουν τον πληθυσμό της. Οι εταιρείες καπνού που ξεπερνούν τις 50, διαθέτουν πάνω από 160 καπναποθήκες και απασχολούν 14.000 εργάτες, δηλαδή τους μισούς καπνεργάτες της Ελλάδας. Οι καπνεργάτες οργανώνονται σε δυο σωματεία, την Καπνεργατική Ένωση Καβάλας (ΚΕΚ) και την Πρόοδο. Το 1926, το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ) αποφασίζει την κατοχύρωση του επαγγέλματος των καπνεργατών, την υγειονομική τους περίθαλψη και την επιδότηση των ανέργων. Οι καπνεργάτες έχουν δυο εκπολιτιστικούς συλλόγους, τον «Αισχύλο» και τον «Εργατικό Αστέρα» και εκδίδουν τις σατιρικές εφημερίδες «Κύμα» και «Ζιζάνιο». Η κρίση του 1930 πλήττει την πόλη. Το μεροκάματο μειώνεται στις 27 δρχ. για τις γυναίκες και στις 50 δρχ. για τους άντρες.
Το 1933, οι καπνέμποροι εισάγουν την απλή επεξεργασία, την τόγκα, για την οποία οι γυναίκες επαρκούν. Οι άντρες απολύονται. Με πολυήμερες καταλήψεις οι καπνεργάτες πετυχαίνουν ισότιμη συμμετοχή των αντρών στην τόγκα και κατοχύρωση του επαγγέλματός τους. Το 1953, οι καπνέμποροι πετυχαίνουν να ψηφιστεί από τη Βουλή η άρση της κατοχύρωσης του καπνεργατικού επαγγέλματος και η έξοδος των αντρών από αυτό.