Συνυφασμένη με τη δημοκρατία, η επιλογή δικαστών ή αρχόντων με κλήρο εμφανίστηκε στην Αθήνα στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και πριν από την επιβολή της κλήρωσης στις Ερυθρές (450 π.Χ.) Το κληρωτήριο, κληρωτρίδα ή κληρωτικόν ήταν ένα πέτρινο κατασκεύασμα που περιλάμβανε την υδρία με τους κύβους της κλήρωσης και, πλάι της, τις κανονίδες, όπου οι υποψήφιοι τοποθετούσαν τα πινάκιά τους. Στη διαδικασία, που περιγράφεται με τα ρήματα «κληρώ» και «λαγχάνω», οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τόσο συχνά ως λαχνό τον κύαμο, ώστε αυτός έγινε συνώνυμο του κλήρου. Η εφαρμογή της κλήρωσης επεκτάθηκε και εκτός Αττικής: είτε εξάγεται από την ίδια την Αθήνα σε πόλεις στις οποίες εκείνη επιβάλλει το δημοκρατικό καθεστώς, είτε υιοθετείται με μικρές διαφοροποιήσεις από πόλεις που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της ή, τέλος, εμφανίζεται, με ριζικές όμως μεταβολές, σε πόλεις με ολιγαρχικά πολιτεύματα.
Η κλήρωση επιβλήθηκε από την Αθήνα στις Ερυθρές της Ιωνίας, στην Ιουλίδα της νήσου Κέας, στη Δήλο και στους Δελφούς, στην Εστιαία (ή Ιστιαία) της Εύβοιας και, στον δικαστικό τουλάχιστον τομέα, στη Θάσο. Την κλήρωση υιοθέτησαν η Σινώπη της Παφλαγονίας, οι Αλιείς της Αργολίδας, το Σίλλυον, η Σμύρνη και η Έφεσος στη Μικρά Ασία, η Κάλυμνος, η Λίνδος, η Τροιζήνα, η Κυρήνη. Τέλος, η κλήρωση εφαρμόστηκε και στις Συρακούσες, τον Τάραντα, τη Θήβα και τη Σπάρτη.