Η δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών δημιούργησε την εντύπωση ότι το σύστημα της αγωγής τους δεν ήταν παρά μια αποτελεσματική μηχανή παραγωγής πολεμιστών. Την άποψη αυτή καλλιέργησαν δύο μεγάλοι θεωρητικοί της εκπαίδευσης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Το σπαρτιατικό σύστημα αγωγής επινοείται με αφορμή τον Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο, όταν η Σπάρτη καλείται να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: α) Πώς θα διατηρηθεί η επανάκτηση της Μεσσηνίας και β) Ο πολίτης, με ποιο κριτήριο θα ορίζεται και πώς θα διαμορφώνεται; Η αγωγή, υπόθεση της πόλης, αρχίζει από τη γέννηση. Τα «ακατάλληλα» παιδιά εκτίθενται στον Καιάδα. Το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει τη σωμασκία και την οπλασκία, την «κλοπή» και την κρυπτεία. Ακολουθεί η πνευματική καλλιέργεια που συνίσταται στο «λακωνισμό», τη λογοτεχνική παιδεία, την ποίηση και την παιδεραστία. Η «διάβαση» από την παιδική στην ώριμη ηλικία δραματοποιείται από σειρά δοκιμασιών στην αντοχή, την ανεκτικότητα, την καρτερία ενώ οι μυητικές ιεροτελεστίες συνοδεύονται από χορούς και μεταμφιέσεις. Η πολιτική συνείδηση που διαμορφώνεται στη διάρκεια της αγωγής στηρίζεται στην αφομοίωση των εννοιών Νόμος και Αγών. Αυτό το σπαρτιατικό ιδανικό πραγματώνεται στην τυφλή υποταγή στους νόμους και στη μέχρι αυτοθυσίας αντρειοσύνη του πολίτη-πολεμιστή.
Ολοκληρώνοντας την αγωγή, ο υποψήφιος «περνάει» στην κατάσταση του πολίτη με πλήρη δικαιώματα, του «όμοιου». Αν όμως αποτύχει, παραμένει απλά πολεμιστής. Στους «όμοιους» η πόλη προσφέρει όλα τα δικαιώματα: συμμετοχή στην Απέλλα, πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, στη γερουσία, στο αξίωμα του εφόρου. Εμφανίζει λοιπόν η Σπάρτη το παράδοξο μιας αριστοκρατικής πόλης στην οποία όλοι οι πολίτες συμμετέχουν εξίσου στα κοινά με μόνο προνόμιο την καταγωγή τους.