Η εμφάνιση της ομοιοπαθητικής ιατρικής στην Ελλάδα συντελείται στα μέσα της δεκαετίας 1960-1970, και συνδέεται, μέχρι και σήμερα, με το έργο του Γεώργιου Βυθούλκα. Εξασκείται αποκλειστικά από γιατρούς, οι οποίοι, αν και δεν ξεπερνούν τους 250, έχουν καταφέρει να εξετάσουν το 20% του ελληνικού πληθυσμού. Αν και η ανταπόκριση στο σώμα των ασθενών φαίνεται αρκούντως σημαντική, και σαφώς η μεγαλύτερη όσον αφορά στις εναλλακτικές ιατρικές, η αποδοχή της από την ακαδημαϊκή ιατρική παραμένει πτωχή. Το μεγαλύτερο, όμως, έλλειμμα στην Ελλάδα, παραμένει η έλλειψη θεσμικής κατοχύρωσης των ομοιοπαθητικών ιατρών, γεγονός που περιορίζει και την περαιτέρω εξάπλωσή της, και την καλύτερη συνεργασία με τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και την επέκταση των ερευνητικών προσπαθειών, οι οποίες κινούνται σε πολύ ρηχό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική ομοιοπαθητική ιατρική θεωρείται, ως προς τους ποιοτικούς όρους, από τους πρωτοπόρους του παγκόσμιου ομοιοπαθητικού κινήματος.