Το σώμα, όπως και το σπίτι, έχουν όρια απροσπέλαστα. Παρά την αντιστοιχία όμως, στις εθνογραφίες για την αγροτική Ελλάδα δίνεται μεγάλη έμφαση στην καθαριότητα του σπιτιού, ενώ ελάχιστες είναι οι αναφορές στην καθαριότητα του σώματος. «Καθαρή» είναι η καλή νοικοκυρά και, αντίστοιχα, «βρωμιάρα» είναι αυτή που παραμελεί το σπίτι της. Στο πρόσωπο της «παστρικιάς», με τα σεξουαλικά παραπτώματα που υπονοεί η «υπερβολική» έγνοια για την ατομική καθαριότητα, καταδικάζεται η αυτονόμηση του γυναικείου σώματος από τα συμφραζόμενα του σπιτιού και της κοινότητας. Ταυτίζοντας τη σωματική καθαριότητα με την καλλωπιστική φροντίδα, τα ήθη του «χωριού» αποσιωπούν έμμεσα το σώμα και άρα τη σεξουαλικότητα των γυναικών.
Στην πόλη, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η φροντίδα των γυναικών για τη σωματική τους καθαριότητα ανεπιφύλακτα ταυτίζεται με την υγιεινή και τον «πολιτισμό». Η επιφύλαξη εδώ μετατοπίζεται στη φροντίδα για τα «λούσα» και τον καλλωπισμό, που η αρνητική του όψη ταυτίζεται με τη ματαιοδοξία ή ακόμη και τη ροπή προς σεξουαλικά παραπτώματα. Το νόημα του καλλωπισμού εμπεριέχει πάντοτε την αντίθεση με τις θετικές κοινωνικές αξίες που συνοδεύουν το σώμα στη «φυσική» του κατάσταση. «Φυσικά» ή καλλωπισμένα, το σώμα και το πρόσωπο έχουν μια ηθική διάσταση που αφορά ταυτόχρονα την ηθική οντότητα του ατόμου και τη σχέση του με τον κόσμο.
Για το γυναικείο σώμα, και τα δύο σκέλη της αντίθεσης, το καθαρισμένο ή/και καλλωπισμένο σώμα και το «φυσικό», αντλούν τη σημασία τους από ευρύτερα συστήματα ιδεών και εννοιών στα οποία αποτυπώνονται οι κοινωνικές σχέσεις που προσδιορίζουν τις γυναίκες.