Οι ιταλικές ανασκαφές ανέδειξαν την Πολιόχνη ως την αρχαιότερη πόλη του Αιγαίου. Και ανέδειξαν την κεφαλαιώδη σημασία της Λήμνου στο πλαίσιο του «τρωικού-παρατρωικού» πολιτισμού της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Στην είσοδο του Ελλησπόντου, απέναντι από την Τρωάδα, η Λήμνος υπήρξε από τους πρώτους σταθμούς στη μεταλαμπάδευση της νέας επαναστατικής τεχνογνωσίας, της μεταλλοτεχνίας, που πρέπει να έγινε μέσω Μικράς Ασίας. Χρυσόμαλλο δέρας, βασιλιάς Εύηνος, Ήφαιστος, Σίντιες και Κάβειροι υποστηρίζουν μια τέτοια άποψη. Πέρα από τη γεωστρατηγική του σημασία, την εκπληκτική άνθηση του νησιού ευνόησε και η γεωμορφολογία του. Τα χθαμαλά του βουνά κάνουν χώρο σε εκτεταμένους βοσκότοπους και εύφορες αμπελοφόρες και σιτοφόρες πεδιάδες διευκολύνοντας το ανταλλακτικό εμπόριο.
Το Κουκονήσι, νησίδα στο μυχό του κόλπου του Μούδρου, ανήκει στο πυκνό πλέγμα προϊστορικών οικισμών της Λήμνου. Κρίνοντας από τις ελώδεις παραλίες και τα αβαθή νερά, συνυπολογίζοντας την ανυψωμένη σήμερα στάθμη της θάλασσας, δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι, σε κάποιες τουλάχιστον περιόδους κατοίκησής του, το Κουκονήσι ήταν ενωμένο με την ανατολική πλευρά του κόλπου. Η συνεχής άροση για την καλλιέργεια σιτηρών έφερε στην επιφάνεια πληθώρα οστράκων, άφθονα λιθοτεχνήματα, θαλάσσια όστρεα και διαταραγμένα οικοδομικά υλικά, ένα επί τόπου «λατομείο» πεπλατυσμένων λίθων, που αξιοποιήθηκαν από τους ντόπιους σε μαντριά, σε ξερολιθιές ή στην εσωτερική λιθεπένδυση πηγαδιών. Άλλωστε, η πιο εύλογη ετυμολόγηση του ονόματος της νησίδας, που αρχικά ονομαζόταν Σπάθα, στηρίζεται στο ντόπιο αγροτικό ιδίωμα και στα σκόρπια αρχαία οικοδομικά λείψανα υπό μορφή λίθων. «Κούκκο» λένε στη Λήμνο το λιθοσωρό.
Το κεραμικό υλικό κατατάσσεται χονδρικά σε δύο μεγάλες χρονολογικές ομάδες.
Η νεότερη ανάγεται στους ιστορικούς χρόνους. Τα όστρακα της Υστερογεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής παρουσιάζουν χαρακτηριστικά δείγματα της εγχώριας παραγωγής «bucchero» και της γραπτής κεραμικής με γραμμική γραπτή διακόσμηση. Τα όστρακα της παλαιότερης ομάδας τεκμηριώνουν την έντονη κατοίκηση στα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τυπολογικά αντίστοιχα με την κεραμική από την Πολιόχνη και τη Μύρινα, εγγράφονται στην κεραμική παραγωγή του τρωικού πολιτισμικού κύκλου. Τα περισσότερα –χειροποίητα, στην πλειοψηφία τους ανοιχτές φιάλες και τριποδικές χύτρες- καλύπτουν την 3η χιλιετία π.Χ. Χρονολογικά και τυπολογικά ξεχωρίζει μεγάλη ομάδα οστράκων από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Προέρχονται από τροχήλατα ερυθρόχρωμα αγγεία εξαιρετικής ποιότητας και χαρακτηρίζονται από τις οριζόντιες αυλακώσεις γύρω από το χείλος και τις περίτεχνες λαβές. Την κατοίκηση κατά την εκπνέουσα Ύστερη εποχή του Χαλκού (13ος-12ος αιώνας π.Χ.) εκπροσωπούν γραπτά μυκηναϊκά όστρακα, ανάμεσά τους τμήμα από ταυρόσχημο ρυτό.
Τα άλλα κινητά ευρήματα από το προϊστορικό Κουκονήσι είναι τα ποικίλα λιθοτεχνήματα, τα κωνικά και αμφικωνικά πήλινα σφονδύλια, τα πήλινα βαρίδια και τα θαλάσσια όστρεα σε μεγάλη ποικιλία. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν τα μυκηναϊκά ευρήματα που για πρώτη φορά τεκμηριώνουν άμεσα μια κάποιου είδους μυκηναϊκή παρουσία στο νησί. Με τα ευρήματα αυτά «δένει» η πινακίδα ΡΥ Αb 186 από το ανάκτορο της Πύλου που αναφέρεται σε γυναίκες της Λήμνου, παραδίδοντας έτσι την παλαιότερη μνεία του ονόματος του νησιού.