Στάση ευμενούς δυστροπίας υπήρξε η στάση του Κράτους απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά. Στη νομοθεσία ή στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων το ζήτημα είναι ανύπαρκτο. Οι φορείς προστασίας στην Ελλάδα είναι το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών (ΥΠΠΕ), το Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ), ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ), και, μετά τους σεισμούς, η Υπηρεσία Αποκαταστάσεως Σεισμοπαθών Β. Ελλάδας (ΥΑΣΒΕ). Ως προς τα Αρχεία και Μητρώα, τμηματικά και αποσπασματικά, αυτά περιορίζονται σε 15 τον αριθμό περίπου και βρίσκονται στην Αθήνα. Με το νόμο 1469 του 1950, η προστασία των νεότερων μνημείων πέρασε στα ενδιαφέροντα της κρατικής μέριμνας, αν και πέρασαν άλλα δέκα χρόνια για να φανεί αυτό στην πράξη. Το Σύνταγμα του 1975 περιλάμβανε ειδική διάταξη που όριζε ότι «τα μνημεία και αι παραδοσιακαί περιοχαί τελούν υπό την προστασίαν του Κράτους», κάτι που ακούγεται μάλλον ως διακήρυξη καλών προθέσεων. Πέρα από τους νόμους 1126 και 1127 του 1981 με τους οποίους επικυρώθηκαν οι διεθνείς συμβάσεις του Παρισιού και του Λονδίνου που καθόριζαν βασικές έννοιες όπως το μνημείο, το τοπίο, το αρχαιολογικό αντικείμενο κ.λπ., πρέπει να αναφέρουμε και τους νόμους του 1981-1982 που παρείχαν σημαντικά οικονομικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες παραδοσιακών ή και διατηρητέων οικοδομημάτων, για τους οποίους, με την ίδρυση της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας, προβλέφθηκαν ειδικά δάνεια. Ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να εξεταστεί χωριστά. Τα τελευταία πέντε χρόνια διαφαίνεται στη νομολογία του μια τάση για ενίσχυση της προστασίας. Η νομοθετική κάλυψη που προσφέρει το ΥΠΠΕ στηρίζεται στον Αρχαιολογικό Νόμο του 1932 και στο Νόμο 1469/1950. Κάποια από αυτά τα νομοθετήματα δεν είναι ούτε ουδέτερα ούτε αθώα. Υλοποιούν στην πράξη επεμβάσεις οικονομικών συμφερόντων και πολιτικών δυνάμεων με σκοπό τη μείωση των δυνατοτήτων ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στην εποχή μας, η πραγματική προστασία δεν αποτελεί πλέον συνάρτηση της ηρωικής συμπεριφοράς των αρχαιολόγων αλλά της συνεργασίας πολλών ειδικοτήτων, σωστού συντονισμού και της κατάλληλης κινητοποίησης φορέων και της κοινής γνώμης. Ως προς τους παραδοσιακούς οικισμούς, ο ΕΟΤ επενέβη σε έξι με ομάδα αρχιτεκτόνων και επικεφαλής τον Άρη Κωνσταντινίδη. Το 1980, η οργάνωση EUROPA NOSTRA επιβράβευσε εργασία του ΕΟΤ για την Οία της Σαντορίνης. Επίσης, προγράμματα και μελέτες του ΥΧΟΠ και της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου πρόσφατα εστίασαν στην αρχιτεκτονική κληρονομιά. Το ασυστηματοποίητο και άκρως χαλαρό «σύστημα» προστασίας στην Ελλάδα πάσχει από την έλλειψη Ενιαίου Φορέα προστασίας, από την έλλειψη Εθνικού Μητρώου Μνημείων. Αποτέλεσμα ο πραγματικός έλεγχος να είναι απλούστατα ανύπαρκτος. Συντονισμός χρειάζεται και στο θέμα της παροχής κινήτρων. Πρέπει να καταγγελθεί και το ζήτημα των «αποχαρακτηρισμών» που λειτουργεί ρουσφετολογικά, όπως έδειξε η Καβάλα, οι αποθήκες των τελωνείων στον Πειραιά, το ξενοδοχείο Majestic στην Πάτρα. Τέλος, πρέπει άμεσα να προστατευτούν δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και εξοπλισμού καθώς και τα αγροτικά μνημεία.