Στον Οργανισμό του ΥΠΠΕ (1977), η «αναστήλωση» ορίζεται ως η μελέτη και εκτέλεση «οιουδήποτε τεχνικού έργου συντηρήσεως, στερεώσεως, αναστηλώσεως, αποκαταστάσεως, διαμορφώσεως περιβάλλοντος χώρου και προστασίας των μνημείων». Οι τρεις Διευθύνσεις Αναστηλώσεως του ΥΠ.ΠΟ. είναι αρμόδιες α) για τα Αρχαία Μνημεία (από τα προϊστορικά έως και τα ρωμαϊκά), β) για τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά (μνημεία ως το 1830 και όλα τα εκκλησιαστικά), ενώ γ) η Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτηρίων και Αναστηλώσεως Νεοτέρων Μνημείων φροντίζει μεταξύ άλλων και για την αρχιτεκτονική κληρονομιά του Νεότερου Κράτους.
Στα αναστηλωτικά έργα, που εκτελούνται είτε με αυτεπιστασία ή με εργολαβίες, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η λύση των Επιτροπών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της μελέτης και της επέμβασης σε ένα μνημείο, όπως έγινε με τη Συντήρηση των Μνημείων Ακροπόλεως Αθηνών ή του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που μετέχουν σε αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η μόνη όψη της συνεργασίας της Υπηρεσίας με τα Πανεπιστήμια που εκτελούν ερευνητικά προγράμματα με ανάθεση του ΥΠΠΟ, συμμετέχουν σε Διεθνή Συνέδρια και καλύπτουν την ανάγκη για εργαστηριακές έρευνες.
«Η διαδικασία της αποκαταστάσεως είναι μια επέμβαση υψηλής εξειδικεύσεως που επιβάλλεται να γίνεται κατ’ εξαίρεση», λέει ο Χάρτης της Βενετίας και συνιστά τη δημοσίευση των σχετικών μελετών, όπως και τη δημιουργία ενός Αρχείου Επεμβάσεων στα μνημεία. Το ζητούμενο της υψηλής εξειδίκευσης δυναμιτίζεται στην Ελλάδα τόσο από την έλλειψη μεταπτυχιακών σπουδών όσο και από τη χαμένη ευκαιρία της μεταλαμπάδευσης των παραδοσιακών τεχνικών από τους παλαιούς τεχνίτες στους νέους. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ και η Σύμβαση της Γρανάδας διατύπωσαν την αρχή της ολοκληρωμένης διατήρησης (conservation integrée) που εντάσσει τα αναστηλωτικά προγράμματα σε μια γενικότερη πολιτισμική, περιβαλλοντική και χωροταξική πολιτική. Η αρχή αυτή αποτελεί σήμερα την προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική προστασίας των μνημείων.