Τρία είναι τα ορόσημα στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού της διαθήκης στην ελληνική αρχαιότητα: ο νόμος του Σόλωνα, η σιωπηρή εξέλιξή του στη νομική πρακτική του 4ου αιώνα π.Χ. και, τέλος, η διάδοση της διαθήκης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο θεσμός της διαθήκης, που συμπίπτει με την εξασθένηση του θεσμού του οἴκου, δεν απηχεί παρά το πνεύμα ατομικισμού που συνοδεύει τη νομική αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο νόμος του Σόλωνα προέβλεπε ότι, όταν δεν υπάρχουν γνήσιοι γιοι, μπορεί κανείς να αφήσει την περιουσία του σε όποιον θέλει. Οι πρώτες διαθήκες με στόχο την υιοθεσία απέβλεπαν στην εξασφάλιση διαδόχου για τα περιουσιακά αγαθά και την κοινή λατρεία του οἴκου. Στην κλασική Αθήνα ο αρχαϊκός νόμος διευρύνθηκε προς δύο κατευθύνσεις: α) οι διαθήκες παύουν να έχουν μοναδικό αντικείμενό τους την υιοθεσία και περιλαμβάνουν την επιθυμία διάθεσης μετά θάνατον της περιουσίας του συντάκτη, β) η ύπαρξη γνήσιων γιων δεν αφαιρεί το δικαίωμα σύνταξης διαθήκης από έναν πατέρα που θέλει να καταμερίσει την περιουσία του. Ο θεσμός της ἐπικλήρου κόρης, που υποχρεώνεται να παντρευτεί τον πλησιέστερο εκ πατρός συγγενή, απαντά στο πρόβλημα της συνέχισης του οίκου όταν δεν υπάρχουν ούτε γιοι ούτε διαθήκη. Η διαδικασία σύνταξης διαθήκης στους κλασικούς και τους ελληνιστικούς χρόνους περιγράφεται γλαφυρά. Στην ελληνιστική εποχή, οι διαθήκες απαλλάσσονται από τους περιορισμούς του Σόλωνα. Ο θεσμός της επικλήρου πέφτει σε αχρηστία, οι θυγατέρες έχουν κληρονομική μερίδα ακόμη κι αν υπάρχουν γιοι. Διατάξεις που εξασφαλίζουν μια δίκαιη μεταχείριση των πλησιέστερων κληρονόμων, προαναγγέλλουν τη νόμιμη μοίρα των νεότερων δικαίων.