Η κατασκευή του Κολοσσού συνδέεται με το ιστορικό γεγονός της ανεπιτυχούς πολιορκίας της πόλης της Ρόδου από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (305-304 π.Χ.). Η σωτηρία της πόλης αποδόθηκε στον προστάτη της θεό Ήλιο. Οι τεράστιες ποσότητες χαλκού και σιδήρου από τις μηχανές που άφησε πίσω του ο Δημήτριος έγιναν το υλικό κατασκευής του αγάλματος του Ήλιου. Γλύπτης ήταν ο Χάρης από τη Λίνδο, μαθητής του ονομαστού Λύσιππου. Το μεγαλύτερο άγαλμα του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου είχε ύψος 70 πήχεις, δηλαδή 31-32 μέτρα, είχε κοστίσει 300 τάλαντα και είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 292 π.Χ.
«Εμακύνοντο κολοσσόν προς Όλυμπον» φέρεται να έγραφε το χαραγμένο στη μαρμάρινη βάση επίγραμμα. Όταν ο σεισμός του 226 π.Χ. γκρέμισε τον Κολοσσό, οι Ρόδιοι απέφυγαν να τον ανακατασκευάσουν. Ο Φίλων, στον οποίο αποδίδεται το κείμενο «Περί των επτά θαυμάτων» (αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ.), μας πληροφορεί ότι ο Χάρης τον κατασκεύαζε τμηματικά, από κάτω προς τα πάνω, χυτεύοντας και προσαρμόζοντας τα μέλη το ένα πάνω στο άλλο. Τη σταθερότητα του αγάλματος εξασφάλιζαν οι χτισμένοι στο εσωτερικό του ογκόλιθοι που συνδέονταν με σιδερένιο πλέγμα. Εικάζεται ότι ο Κολοσσός, ορατός από όσους έρχονταν από τη θάλασσα, εδραζόταν στη στεριά. Οι μαρτυρίες και οι ιχνογραφικές αναπαραστάσεις του Κολοσσού στο λιμάνι οφείλονται στη φαντασία δυτικών περιηγητών και χρονικογράφων. Η ανυπαρξία αντιγράφων δεν επιτρέπει σοβαρές υποθέσεις για την αρχική μορφή του Κολοσσού.