Στην ιστορία του θεάτρου διακρίνονται τέσσερις τύποι ή φάσεις που επαναλαμβάνονται κυκλικά δύο φορές σε μια εξελικτική, σπειροειδή πορεία: ο Τελετουργικός Συμβολισμός, ο Ρεαλισμός, ο Νατουραλισμός και ο Αισθητικός Συμβολισμός. Στον Τελετουργικό Συμβολισμό (Α)ανήκει η πρωτοϊστορία του θεάτρου ως την ελληνική κλασική αρχαιότητα. Η θεατρικότητα εδώ δημιουργείται από την πομπή, την κίνηση που εικονοποιεί ιερές αφηγήσεις, τελετουργικές μιμήσεις ή συμβολισμούς. Ο Ρεαλισμός (Α) απηχεί την πραγματικότητα της αθηναϊκής κοινωνίας όπου μετράει η «πράξις» εκείνου που επηρεάζει τους ανθρώπους χειριζόμενος τον «λόγον». Σε σύγκριση με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, ο όρος «ρεαλισμός» ταιριάζει ακόμη καλύτερα στο παραστατικό θέατρο του Ευριπίδη. Ο Νατουραλισμός (Α)αναπτύσσεται στο πλαίσιο της ρωμαϊκής κοινωνίας. Στο θεματολόγιο επικρατούν τα ατομικά συναισθήματα, η μπερδεμένη πλοκή, η ζωή στην πόλη. Το θέατρο αποκτά σκηνογραφία ογκώδη και κατάφορτη, εισδύει στον οικισμό, αποβάλλει την επετειακή του χρήση. Οι οριακά «θεατρικές» μορφές (ιπποδρομίες, συγκρούσεις μονομάχων κ.ά.) φτάνουν στο υπέρτατο όριο της πειστικής μίμησης και του Νατουραλισμού: το αίμα ρέει, οι νεκροί είναι αληθινοί. Ο Αισθητικός Συμβολισμός (Α), σε συνδυασμό με την «εξιδανίκευση» που τον χαρακτηρίζει, φτάνει ως περίπου τον 14ο αιώνα. Περιλαμβάνει το έργο των μιμογράφων, μιμήσεις χριστιανικών μυστηρίων, σχοινοβασίες και παρελάσεις ζώων επί σκηνής, τα θανάσιμα «τουρνουά» των ιπποτών της Δύσης, τις μιμικές αφηγήσεις των τροβαδούρων και των μενεστρέλων. Στους θεατρικούς χώρους, με εξαίρεση τις παραλλαγμένες επιβιώσεις ρωμαϊκών θεάτρων, επικρατέστερες είναι προς το τέλος της περιόδου οι ελεύθερα παραταγμένες και συχνά πολυεπίπεδες σκηνές με το κοινό να στέκει, να περνά μπροστά τους ή να τις τριγυρίζει. Στον Τελετουργικό Συμβολισμό (Β), η Εκκλησία, ύστερα από μια φανατισμένη πολεμική από τον 5ο ως τον 10 αιώνα, ενσωματώνει το θέατρο με σκηνές από τη Ζωή και τα Πάθη του Χριστού, αλλά και θέματα πιο αφηρημένα όπως η ενσάρκωση στη μετάληψη. Η γραμμική κίνηση στις πομπές, η «μέθεξη» ως προς τα δρώμενα που μεταφέρουν ένα υπερβατικό «αλλού» στο «εδώ» θυμίζουν τον Τελετουργικό Συμβολισμό (Α). Ρεαλισμός (Β): μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα απαγορεύτηκε η παρουσίαση θρησκευτικών έργων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το δράμα στρέφεται σε παραστάσεις στηριγμένες σε κλασικά πρότυπα που δίνουν την ευκαιρία για διαλογισμούς πάνω στο παρόν, η πρωτοκαθεδρία και η έξαρση του λόγου επανέρχεται. Το όνομα του Σαίξπηρ κυριαρχεί ανάμεσα στους Τίρσο ντι Μολίνα, Λόπε ντε Βέγκα, Μπεν Τζόνσον, Κορνέιγ, Ρακίνα, Μολιέρο κ.ά. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, στον Νατουραλισμό (Β), τα θέματα χάνουν την καθολικότητά τους και, αντίστοιχα, το σχήμα του θεατρικού κτιρίου «στενεύει» και εστιάζεται πάνω σε μια σκηνή-κουτί για αληθοφανείς ανακατασκευές της καθημερινότητας. Τα θέατρα πληθαίνουν, το κοινό εκτιμά τον εύκολο εντυπωσιασμό και η κυρίαρχη τάξη βρίσκει στο θέατρο πεδίο εφαρμογής της θεωρίας της περί αντικειμενικότητας. Ο Αισθητικός Συμβολισμός (Β), από τα τέλη του 19ου αιώνα, δείχνει να ισχύει λίγο ως πολύ τόσο για τις νεότερες τάσεις του θεάτρου στον όψιμο καπιταλισμό, όσο και για τα μαζικά θεάματα που έγιναν τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Οι εσωτερικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας την σπρώχνουν να υιοθετήσει νέες μορφές θεάτρου. Πιραντέλο και Μπέκετ, Γκροτόβσκι, Βιλάρ και Μπρουκ, τα μανιφέστα του Ρομαίν Ρολάν και του Αντουάν, οι δοκιμές του Φερμέν Ζεμιέ και του Ράινχαρτ: ακόμη και με τις πιο «πειραματικές» της εκδηλώσεις, η φάση αυτή εντάσσεται στην αστική κοινωνία και τις εντάσεις της.