Οι συγγραφείς του ιπποκρατικού Corpus δεν αγνοούσαν τις κλινικές εκδηλώσεις της μόλυνσης των πληγών και των τραυμάτων και δεν παρέλειπαν να περιγράφουν ασθένειες που σήμερα θεωρούνται μολυσματικές, αλλά δεν έφταναν να συλλάβουν την ιδέα της διάδοσης τέτοιων ασθενειών από ένα πρόσωπο που νοσεί σε ένα άλλο υγιές. Το αίτιο των λοιμικών ασθενειών είναι, κατά τη γνώμη τους, ένας παράγοντας που πλήττει όλα τα προσβεβλημένα πρόσωπα την ίδια στιγμή: o αέρας που αναπνέει ο άνθρωπος. Ο Γαληνός παραδέχεται την παραπάνω αρχή, αλλά αποφαίνεται ότι ο αέρας δεν είναι η μόνη αιτία, ενισχύοντας πάντως την κλασική επιχειρηματολογία, που δεν αναγνωρίζει την έννοια της μετάδοσης. Ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που μνημονεύει τη μετάδοση ασθένειας από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο ή από μια χώρα σε μια άλλη – η ιστορία, στην περίπτωσή του, καθίσταται μέσο απήχησης της κοινής γνώμης. Ο Διόδωρος υπογραμμίζει επίσης τον μεταδοτικό χαρακτήρα του λοιμού του 396 π.Χ., ενώ γι’ αυτόν του 212 π.Χ. μαρτυρία δίνει ο Τίτος Λίβιος, που πίστευε στη μετάδοση εν γένει. Στα λατινικά, καθαρά λογοτεχνικά (και όχι ιατρικά) κείμενα, γίνεται με μεγαλύτερη ευκολία παραδεκτή η έννοια της μετάδοσης, ενώ και τα αφιερωμένα στη ζωοτεχνία και την κτηνιατρική έργα περιέχουν ανάλογους υπαινιγμούς. Ο Αρεταίος πρέπει να είναι ο πρώτος από τους ομοτέχνους του που εκφράστηκε υπέρ της μεταδοτικότητας κάποιων ασθενειών. Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι ιστορικοί, φιλόσοφοι, ζωολόγοι και γεωπόνοι αναφέρονται στη μεταδοτικότητα των νόσων, όχι όμως και οι ιατροί, γιατί θεωρούν ότι θέτει σε κίνδυνο τις ορθολογικές θεωρίες που βασίζονται σε μια αυστηρή ερμηνεία της αιτιοκρατίας στην ατομική νοσογραφία.