Η είσοδος του σπηλαίου είναι ένα βάραθρο με διάμετρο 4-5 μ. και κάθετο βάθος γύρω στα 5 μ. Από τον πυθμένα του ξεκινούν δύο αντίθετης φοράς κατηφορικοί διάδρομοι. Ο βορειοδυτικός απολήγει σε μικρή αίθουσα και κλείνει σε εσοχή γεμάτη λιθωματικό διάκοσμο. Ο νότιος οδηγεί στο κυρίως σπήλαιο. Στο σημείο που στενεύει υπάρχει απότομη κατάβαση 2 μ. που σχηματίζεται από τεχνητή λιθοδομή. Από εκεί και πέρα αρχίζει η «Μεγάλη Αίθουσα» του σπηλαίου με ύψος οροφής 10 μ., διακοσμημένη ολόκληρη με φαντασμαγορικούς σταλακτίτες, σταλαγμίτες και τεράστιες κολόνες με κίτρινες, ροζ και κόκκινες αποχρώσεις. Με απότομη ανάβαση 4 μ. από το νότιο άκρο της αίθουσας, βρισκόμαστε σε θάλαμο με πυκνό σταλακτιτικό διάκοσμο που θυμίζει κρυσταλλωμένη βροχή. Ονομάστηκε θάλαμος της «Χρυσής Βροχής». Στο σπήλαιο υπάρχουν δύο βαθύτερα επίπεδα. Στα επιφανειακά ευρήματα συγκαταλέγονται θραύσματα αγγείων, χάλκινα νομίσματα, σιδερένια αιχμή βέλους, κοκάλινοι δακτύλιοι και πολλά θραύσματα οστών ιδίως στο κατώτερο επίπεδο.
Η διερεύνηση του σπηλαίου δρομολογήθηκε το 1978 από τον πρόεδρο της κοινότητας Δρυάλου Λακωνίας που απευθύνθηκε στο Τμήμα Σπηλαιολογικών Ερευνών (ΤΣΕ) της Εταιρείας Πνευματικής και Επιστημονικής Αναπτύξεως (ΕΠΕΑΝ). Έπονται τρεις αποστολές το 1978, το 1979 και το 1980. Στην τελευταία ακολουθεί κινηματογραφικό συνεργείο της τότε ΥΕΝΕΔ (ΕΡΤ 2). Το 1981 η ΕΠΕΑΝ κιγκλιδώνει το σπήλαιο για προστασία. Το 1982 οργανώνεται νέα αποστολή για πληρέστερη χαρτογράφηση, φωτογράφιση και συμπληρωματική κινηματογράφηση. Ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί υπέρ της τουριστικής αξιοποίησης του σπηλαίου Βύθακα που, μαζί με τα ήδη αξιοποιημένα σπήλαια Βλυχάδα και Αλεπότρυπα, θα δημιουργήσουν στην περιοχή του Διρού σπηλαιολογικό συγκρότημα ανάλογο με το πρότυπο συγκρότημα της γιουγκοσλαβικής Ποστόινα.