Έχοντας μελετήσει τον αρχαίο ινδικό πολιτισμό και κοινωνίες που εμπεριέχουν ένα σύστημα από κάστες, ο Louis Dumont διέκρινε δύο μορφές ατόμου, το εκτός κόσμου και το εντός κόσμου, αντίθεση την οποία και γενίκευσε. Στην αρχαία Ελλάδα των άστεων (8ος-4ος αιώνας π.Χ.), παρατηρεί ο συγγραφέας, η κοινωνία δεν είναι ιεραρχικού τύπου και ο ενδοκοσμικός χαρακτήρας της θρησκείας δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας προσωπικότητας αναχωρητή. Προσεγγίζοντας το ζήτημα από την προοπτική της ιστορικής ανθρωπολογίας, ο Vernant διακρίνει ανάμεσα σε άτομο, υποκείμενο και πρόσωπο, διάκριση που, για να κάνει αντιληπτή, αντιστοιχίζει στα λογοτεχνικά είδη της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας και των προσωπικών εξομολογήσεων.
Κάποια άτομα αξιολογούνται ως τέτοια λόγω της μοναδικότητάς τους, όπως ο Αχιλλέας ή οι ιεροί Μάγοι. Η απομόνωσή τους όμως δεν συνιστά συμπεριφορά απαρνητή. Η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου ορίζεται σε σχέση με τη δημόσια. Αν η αγωγή και τα συμπόσια στη Σπάρτη παραμένουν στη σφαίρα του κοινού, το αθηναϊκό συμπόσιο εκπροσωπεί μια πιο ελεύθερη διαπροσωπική συναλλαγή. Στις ταφικές πρακτικές ως το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., η ατομικότητα του νεκρού στην Αττική προβάλλεται με το όνομά του πάνω στη στήλη ή με έναν επιτάφιο κούρο. Όταν επικρατήσουν οι οικογενειακοί τάφοι, τα επιτάφια επιγράμματα εξυμνούν προσωπικά συναισθήματα. Από τους δημόσιους θεσμούς, στον τομέα της θρησκείας ο μυημένος στα Ελευσίνια Μυστήρια δεν διακρίνεται σε τίποτα από τον αμύητο. Μια επιλεκτική κοινωνικότητα του ατόμου εκδηλώνεται στις μικρές θρησκευτικές κοινότητες των συνουσιαστών. Το άτομο όμως θα προβληθεί κυρίως μέσα από την εξέλιξη του δικαίου. Περνώντας από την προδικαστική αντίληψη του μιάσματος στο θεσμό των δικαστηρίων, αναδεικνύεται το άτομο–εγκληματίας. Και η διαθήκη, όπως διαμορφώνεται από τον 3ο αιώνα π.Χ., συνδέει το υποκείμενο με τις επιθυμίες του και με την αποκλειστική του περιουσία.
Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο στη λυρική ποίηση, το υποκείμενο σχετικοποιεί τις κοινωνικά αποδεκτές αξίες, εκφράζει το υποκειμενικό βίωμα του χρόνου, συναισθάνεται.
Το εγώ δεν είναι οροθετημένο ούτε ενοποιημένο. Δεν υπάρχει ενδοσκόπηση, το υποκείμενο είναι εξωστρεφές. Η συνείδηση του εαυτού του δεν είναι διαλογισμός, είναι υπαρξιακή. Η πλατωνική αντίληψη της ψυχής που είναι ο ίδιος ο Σωκράτης έχει την αφετηρία της στις ασκήσεις εξόδου από το σώμα των Μάγων. Δεν είναι όμως το «εγώ» του Σωκράτη αλλά μια απρόσωπη και υπερπροσωπική οντότητα, ένας δαίμων. Όταν αυτή η θεϊκή ψυχή έρχεται σε επαφή με τα άλλα τμήματά της, το θυμό και την επιθυμία, που συνδέονται με το σώμα, θα τις υποτάξει. Η συνεχής πρακτική της πνευματικής άσκησης που θα κάνει τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του έχει έννοια μόνο στο πλαίσιο της πόλης και αυτό ισχύει και για την ασκητική των στωικών.
Η στροφή προς μια νέα αντίληψη του προσώπου συντελείται μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα μ.Χ. Στο χριστιανισμό, στο πρόσωπο του ασκητή συνδυάζονται η αναζήτηση του θεού και η διερεύνηση του εγώ. Στην ανελέητη ενδοσκόπηση, στην εξέταση ονείρων και φαντασιώσεων βρίσκεται η απαρχή του σύγχρονου τύπου ατόμου και προσώπου, όπως το εκφράζει ο Αυγουστίνος. Η αξία όμως που αποδίδεται κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο υπερφυσικό κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει την εκτός κόσμου φυγή.