Ανεξάρτητο κεφάλαιο στο Νόμο περί Οικονομικού Προϋπολογισμού της Δανίας αποτελεί η Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, το κεντρικό όργανο πολιτισμικών, μουσειακών και αρχαιολογικών έργων και δραστηριοτήτων.
Η Αρχαιολογική Επιτροπή, με αποκεντρωτική διάρθρωση και δημοκρατική δομή, είναι αρμόδια για τον γενικότερο συντονισμό των αρχαιολογικών εργασιών και παρέχει συμβουλευτική γνώμη στον Κρατικό Έφορο.
Ο Κρατικός Έφορος Αρχαιοτήτων, πρόεδρος της διεύθυνσης του Εθνικού Μουσείου της Δανίας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Επιτροπής, είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του νόμου. Τα 150 περίπου μουσεία της Δανίας υπάγονται στο Νόμο περί Μουσείων που διαφέρει σε κρίσιμα σημεία από ανάλογους νόμους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αρχαιολογικές δραστηριότητες αναλαμβάνουν κυρίως τα τοπικά μουσεία που έχουν δημιουργηθεί από πολίτες και που έχουν λειτουργική αυτοτέλεια βάσει της αποκεντρωτικής τους διάρθρωσης. Σε τοπικό επίπεδο συνεργάζονται μέσω των Δημοτικών Συμβουλίων Μουσείων και σε εθνικό επίπεδο συντονίζονται από την Κρατική Επιτροπή Μουσείων. Σαράντα οκτώ από αυτά τα μουσεία, διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, έχουν δικαίωμα να ασκούν αρχαιολογική δραστηριότητα στα όρια του γεωγραφικού τους διαμερίσματος. Στα μουσεία αυτά αποστέλλονται όλα τα σχέδια όλα τα σχέδια οικοδόμησης, πολεοδομίας κ.ά. καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιολογικής εργασίας στη Δανία αποτελούν οι «εκσκαφές έκτακτης ανάγκης».
Στην υπηρεσία του Κρατικού Εφόρου υπάγεται ο «Νόμος περί αρχαίων ευρημάτων της Δανίας, που ισχύει από το 1737, και τα θέματα ενάλιου αρχαιολογίας. Ενάλιο εύρημα που κρίνεται άξιο διατήρησης μεταβιβάζεται στη Διεύθυνση Δασών και Φύσεως του Υπουργείου Περιβάλλοντος.