Η παραγωγή αντιγράφων εμφανίζεται πρώτη φορά στους ελληνιστικούς χρόνους και κορυφώνεται κατά τους ρωμαϊκούς. Ο ψυχολογικός παράγων, η ανάγκη δεσμών με τις μορφές του παρελθόντος, και ο κοινωνικός παράγων, η προβολή διαμέσου του έργου τέχνης, είναι οι κυριότεροι λόγοι που θα συντηρήσουν αυτό το φαινόμενο για αιώνες. Η υπογραφή του δημιουργού θεωρείται το δακτυλικό του αποτύπωμα, σφραγίδα γνησιότητας του έργου. Σε περιπτώσεις όμως που οι καλλιτέχνες τύχαινε να απαρνηθούν παλαιότερα έργα τους, οι φιλότεχνοι αγοραστές απαιτούσαν πρόσθετες πιστοποιήσεις, ακόμη και συμβολαιογραφικές πράξεις. Όμως οι ενδείξεις που επιβεβαίωναν τη γνησιότητα ενός έργου έχουν πάψει να ισχύουν: η υπογραφή, τα κρακελαρίσματα, η παλαιότητα του τελάρου, η λινάτσα κι ο καμβάς, η πατίνα του χρόνου, στις μέρες μας όλα μπορεί να είναι απατηλά. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απάτη, ενορχηστρώνεται η βοήθεια του τεχνοκριτικού, του ειδικού συντηρητή, του φυσικοχημικού, του φωτογράφου, ενεργοποιείται η ιστορία και υιοθετείται η σύγχρονη τεχνολογία. Ο καλλιτέχνης εντάσσεται στην εποχή του και στα κινήματά της, το ζωγραφικό υλικό που χρησιμοποιεί είναι χρονολογήσιμο, ελέγχεται ο γραφικός του χαρακτήρας και τα όποια πιστοποιητικά γνησιότητας, αναζητείται η ιστορία του έργου και οι τυχόν δημοσιεύσεις του, κ.ά. Το έργο εξετάζεται στερεοσκοπικά, υφίσταται μακρο- και μικρο-φωτογράφιση, ολογραφία ή φωτογραφία με λέιζερ, μικροανάλυση με δέσμη ηλεκτρονίων, ακτινοβολίες, κ.ά.