Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε μια παράδοση περί αυτοκτονίας στη νεότερη λογοτεχνία μας, πέρα από τη συνηγορία του Κάλβου και του Σολωμού, και τη συμβολή του «νοσηρού ρομαντισμού» της αθηναϊκής σχολής, παραδόξως ανιχνεύουμε ένα ισχυρό στίγμα αυτοκαταστροφής στα κείμενα της τριανδρίας του νεοελληνικού διηγήματος (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Μητσάκης), της περιλάλητης «γενιάς του 1880», της γενιάς της «ηθογραφικής υγείας».
Ο Αυτόχειρας (1895) του Μιχαήλ Μητσάκη φωτίζει την αυτοκτονία σε αντίστιξη προς την περιηγητική διάθεση του κειμένου: ο αφηγητής περιπλανιέται στην Πάτρα, δίνοντας εξαντλητικές περιγραφές από καθετί που καταβροχθίζει το αχόρταγο βλέμμα του, ενώ τη σκέψη του τριβελίζει ακατάπαυστα το αίνιγμα της αυτοχειρίας που συνέβη στο ξενοδοχείο όπου διαμένει. Το σφυροκόπημα των τελευταίων λέξεων του αυτόχειρα στο μυαλό του αφηγητή γίνεται ολοένα πιο δυνατό ώσπου επιβάλλει το ρυθμό του στο κείμενο. Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1891, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αναγγέλλει τον Αυτοκτόνο, ένα από τα διηγήματά του, το οποίο, ωστόσο, δεν δημοσιεύθηκε παρά πολύ αργότερα. Αυτολογοκρινόμενος ή για άλλους λόγους; Πάντως, η παρουσία μετέπειτα κειμένων στο έργο του τα οποία ασχολούνται με την αυτοχειρία μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι και ο συγγραφέας από τη Σκιάθο (και αριστοτεχνικός μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι) υπέκυψε στη γοητεία του θέματος. Νωρίτερα ακόμη, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ο Γεώργιος Βιζυηνός πραγματεύεται το αυτοκαταστροφικό τέλος ενός άτυχου ερωτικού ζεύγους στο έργο τουΑι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας: εδώ παρακολουθούμε πώς η αδράνεια και η μελαγχολία οδηγούν αργά, μεθοδικά και αναπόδραστα στο κατώφλι του (λυτρωτικού) θανάτου.
Κατά συνέπεια, το φάσμα της αυτοχειρίας πλανάται καθοριστικά πάνω από το νεοελληνικό διήγημα, το οποίο, ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα, θα αλλάξει ριζικά το τοπίο της νεοελληνικής πεζογραφίας, δημιουργώντας τις τεχνικές, ρητορικές και θεματικές προϋποθέσεις για έναν λογοτεχνικό μοντερνισμό.